Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Η Σιωπή Tystnaden (1962)

Lasciate ogne speranza voi ch’ intrate
μτφρ: Αφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε
(η επιγραφή στην είσοδο της κολάσεως, από τη «Θεία Κωμωδία»)



Σκην.  Ingmar Bergman
   

    Η Σιωπή γυρίστηκε το 1963 και αποτελεί το τρίτο μέρος και την κορύφωση της περίφημης τριλογίας ταινιών του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, των<<ταινιών δωματίου>>,  όπως ονομάστηκαν. Οι υπόλοιπες δύο είναι το <<Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη>> και το<<Χειμερινό φως>>.
      Δύο αδελφές η Έστερ και η Άννα μαζί με τον Γιόχαν, τον μικρό γιό της τελευταίας ταξιδεύουν με τραίνο και φτάνουν σε μία πόλη, της οποίας το όνομα είναι Τιμούκου, που σημαίνει στα εσθονικά-αυτή που ανήκει στο δήμιο. Τίποτε άλλο δεν μας γνωστοποιείται στην ταινία, ούτε ο τόπος προέλευσης των ταξιδιωτών, ούτε ο προορισμός τους, ούτε η ταυτότητα της πόλης. Μία πόλη, της οποίας οι κάτοικοι μιλούν μία ακατανόητη γλώσσα και που στους δρόμους της διαρκώς κυκλοφορούν καμιόνια με στρατιωτικό υλικό, σαφής ένδειξη ότι θα ξεσπάσει πόλεμος.
       Η σχέση μεταξύ των δύο αδελφών χαρακτηρίζεται από εχθρότητα και ζήλια. Η Έστερ -τι όμορφη γυναίκα θεέ μου- (Ingrid Thulin) είναι μία μεταφράστρια, ετοιμοθάνατη, διανοούμενη, ταγμένη εξ' ολοκλήρου στο Πνεύμα, η οποία υποτιμά την αδελφή της για την αισθησιακή ζωή, που διάγει και τις απολαύσεις, που διαρκώς κυνηγά- αποκλειστικά σεξουαλικές. Η Άννα (Gunel Lindblom) είναι το εντελώς αντίθετο-περισσότερο σαρκική και γήινη, όχι όμως και πιο ανθρώπινη, διαπνέεται από αισθήματα ζήλιας και μνησικακίας προς την αδελφή της και προσπαθεί να βρει τη λύτρωση και το νόημα της ζωής μέσα από το απρόσωπο, κτηνώδες σαρκικό σεξ. Ο δεκάχρονος Γιόχαν-με τα μάτια του οποίου ο Μπέργκμαν ήθελε να βλέπει ο θεατής την εξέλιξη των όσων διαδραματίζονται-καταλύει με την μητέρα του και την θεία του σ' ένα ξενοδοχείο, το οποίο πιο πολύ μοιάζει με καθαρτήριο παρά με ξενοδοχείο.

   
     Γιατί λοιπόν Σιωπή σαν τίτλος; Μα γιατί σε ολόκληρη την ταινία επικρατεί στην ουσία πλήρης έλλειψη επικοινωνίας, σιωπή. Κανείς δεν μπορεί να συνεννοηθεί με κανέναν. Το επάγγελμα της Έστερ δεν είναι τυχαίο ότι είναι μεταφράστρια. Η αδυναμία συνεννόησης είτε σε συναισθηματικό επίπεδο αλλά και σε καθαρά γλωσσικό κυριαρχεί σε όλο το φιλμ. Ωστόσο εδώ σιωπή είναι η Σιωπή του Θεού. Αν και δεν αναφέρεται ούτε μία φορά η λέξη Θεός, όλα περιστρέφονται γύρω από αυτόν ή την έλλειψη ή Σιωπή του. Φαινομενικά η θεματική του φιλμ είναι ψυχολογική-είναι και τέτοια-στην πραγματικότητα όμως είναι  μεταφυσική, η οποία αναφέρεται στην απουσία πλέον της μεταφυσικής. Ο Μπέργκμαν αναθρεμμένος σ'ένα αυστηρό προτεσταντικό περιβάλλον πάντοτε αναζητούσε την παρουσία του Θεού στον κόσμο. Στη Σιωπή πιστεύει ότι αυτή δεν υπάρχει και πέφτει συνακόλουθα σε απελπισία. Ο Μπέργκμαν ποτέ δεν συμφιλιώθηκε με την αθεία του και γι’ αυτό θαύμαζε τον Ταρκόφσκι και την πίστη του. Έλεγε για το Ρώσο σκηνοθέτη-Με τον Ταρκόφσκι βρέθηκα στην πόρτα ενός δωματίου,του οποίου τα κλειδιά δεν μου είχαν δοθεί μέχρι τότε. Ο Ντοστογιέφσκι είχε γράψει <<Αν ο Θεός δεν υπάρχει, τότε όλα επιτρέπονται, δεν υπάρχει ηθική, η ζωή είναι κόλαση >>. Αυτή την κόλαση εικονοποιεί έξοχα ο Μπέργκμαν στη Σιωπή-άνθρωποι, που δεν επικοινωνούν, που μισιούνται, κάνουν έρωτα σαν αυτόματα, πεθαίνουν ανώνυμα σε ανώνυμα ξενοδοχεία . Οι μόνες λέξεις που γίνονται κατανοητές μεταξύ της Έστερ και του ξενοδόχου είναι η μουσική και ο Μπαχ. Φυσικά δεν είναι τυχαία η επιλογή των συγκεκριμένων λέξεων. Η τέχνη, και ιδιαίτερα η μουσική, είναι η μόνη γλώσσα που ξεπερνάει τους φραγμούς των λέξεων και τείνει όχι μόνο στην επικοινωνία αλλά και στην προσέγγιση με το Θείο. Ο κατεξοχήν <<θεικός>> συνθέτης είναι βέβαια ο Μπαχ, αφού πέραν του ότι αποτελεί την μεγαλύτερη μουσική ιδιοφυία, που περπάτησε στον πλανήτη, αφιέρωσε το σύνολο της μουσικής του στον Θεό. Ούτε όμως ο Μπαχ, ούτε οι καλές προθέσεις της Έστερ να προσεγγίσει την αδελφή της θα φέρουν αποτέλεσμα. Το αδιέξοδο και η απελπισία θριαμβεύουν, εκτός από την τελευταία σκηνή και το περίφημο σημείωμα, που δίνει στον αγαπημένο της ανιψιό η Έστερ, η οποία αφήνεται εγκαταλελειμμένη στο ξενοδοχείο να πεθάνει.  Όλα αυτά ο Μπέργκμαν μας τα δείχνει με ένα εξαιρετικά μοντέρνο μοντάζ και με πλάνα που θυμίζουν γερμανικό εξπρεσιονισμό.
  Να σημειώσουμε τέλος ότι η ταινία την εποχή της γνώρισε τεράστια επιτυχία και σημείωσε σκάνδαλο εξαιτίας δύο ερωτικών σκηνών, που ελάχιστα σοκάρουν στις μέρες μας. Μέχρι και σήμερα παραμένει ανάμεσα στις γνωστότερες ταινίες του Σουηδού σκηνοθέτη και κατά τη γνώμη μας αποτελεί την συμπύκνωση και κορύφωση του έργου του Μπέργκμαν.


   

                                        
                                    

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Ο Καταδικασμένος (Ikiru-1952)

   



 

Σκην.  Akira Kurosawa
Με τους- Takashi ShimuraNobuo Kaneko
   


   Ο σωστός τίτλος της ταινίας Ο Καταδικασμένος, είναι Ikiru, που σημαίνει Να Ζεις. Το θέμα και το τέλος της ο σκηνοθέτης μας το δίνει από τα πρώτα λεπτά του φιλμ-ένας μεγάλος σε ηλικία γραφειοκράτης υπάλληλος πάσχει από καρκίνο του στομάχου και του απομένουν λίγοι μήνες ζωής. Τότε συνειδητοποιεί ότι η μέχρι εκείνη τη στιγμή ζωή του στην πραγματικότητα ήταν εντελώς ανούσια και ότι ο ψυχολογικός και κοινωνικός του θάνατος έχει επέλθει ήδη πολύ πριν τον επικείμενο βιολογικό του. Με τη γυναίκα του νεκρή από χρόνια, οι σχέσεις του με το γιό και τη νύφη του είναι ανύπαρκτες, το ίδιο και με τους συναδέλφους του. Αντιλαμβάνεται συνακόλουθα ότι τελικά τόσο καιρό μόνο ζωντανός δεν ήταν. Αποφασίζει λοιπόν να ζήσει και να δώσει ο ίδιος στη σύντομη ζωή, που του έχει μείνει, ένα νόημα και ένα σκοπό.
   Εδώ βρισκόμαστε στο βασικό πυρήνα και στη μόνιμη προβληματική των ταινιών του Κουροσάβα, ο οποίος, είναι ο πιο δυτικός - στην αισθητική και τις αντιλήψεις- Ιάπωνας σκηνοθέτης. Το πνευματικό και φιλοσοφικό του υπόβαθρο είναι ξεκάθαρα επηρεασμένο από τη Δύση και κυρίως από τον υπαρξισμό, τόσο τον ρώσικο του Ντοστογιέφκι όσο και αυτόν του Σαρτρ. Με το που γεννιόμαστε, ένας ανοιχτός τάφος μας περιμένει. Η σκιά του θανάτου σκεπάζει τη ζωή μας, ωστόσο εμείς οφείλουμε να τη ζήσουμε και να τη νοηματοδοτήσουμε, όπως εμείς επιθυμούμε. Γνωρίζουμε ότι θα καταλήξουμε σ'ένα φέρετρο, παρ' όλ' αυτά εμείς πρέπει να βαδίζουμε προς αυτήν την κατάληξη τραγουδώντας (όπως κάνει ο ήρωας της ταινίας, που τραγουδάει το τραγούδι Η ζωή είναι σύντομη).
 Στην ταινία ο Κουροσάβα υιοθετεί πλήρως τον ηρωικό πεσιμισμό, όπως τον προτείνει ο Καμύ. Ούτως ή άλλως οι πρωταγωνιστές των περισσότερων ταινιών του διαπνέονται από την ίδια φιλοσοφία, π.χ. οι Εφτά Σαμουράι βοηθούν τους χωρικούς και σκοτώνονται, μόνο και μόνο για τη χαρά της περιπέτειας και της ζωής εντέλει. Εδώ όμως ο πρωταγωνιστής δεν είναι σαμουράι, ούτε καμία ηρωική φιγούρα. Είναι ό,τι πιο βαρετό, τετριμμένο και μέτριο μπορεί να υπάρξει - ένας μίζερος δημόσιος υπάλληλος. Ωστόσο, με την απειλή του θανάτου, αυτή η μούμια μεταμορφώνεται σ'έναν αληθινό ήρωα, έναν Άνθρωπο.
              
                 
   
     Σε αντίθεση με τα ισχύουσες μεταφυσικές και θρησκευτικές αντιλήψεις του σιντοϊσμού (η επίσημη θρησκεία των Ιαπώνων), εδώ η αντίληψη του ατόμου και του θανάτου του είναι εντελώς διαφορετική. Στην ταινία δεν υπάρχουν τα πνεύματα των αγαπημένων νεκρών να μας μιλούν και να μας συμπαραστέκονται, ούτε η έννοια της αδιάσπαστης κοινότητας και παράδοσης. Υπάρχει μόνο η συνείδηση ότι θα πεθάνουμε μόνοι, χωρίς ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Ωστόσο ο μελλοθάνατος βρίσκει την δύναμη να αποδεχτεί το αναπόφευκτο και δια του θανάτου να καταφέρει να ζήσει,όσο ζήσει, -ούτως ή άλλως κανείς δεν ζει αιώνια, το θέμα είναι πως θα ζήσουμε.
   Η σκηνοθεσία του Κουροσάβα είναι γι'άλλη μια φορά υποδειγματική. Η συχνή χρήση των φλας μπακ και το κόψιμο της ταινίας σε δύο μέρη-τα πριν και τα μετά τον θάνατο γεγονότα-διαρθρώνουν μια πρωτότυπη και κατάλληλη αφήγηση, που εξυπηρετεί τον σκοπό του σκηνοθέτη. Η αφηγηματικά γεωμετρία του Κουροσάβα φτάνει με το Ικίρου στην πληρότητά της. Πάνω απ'όλα όμως στέκει η ερμηνεία του Τακάσι Σιμούρα, μονίμου πρωταγωνιστή των ταινιών του Κουροσάβα. Οι εκφράσεις του προσώπου του και το βλέμμα του δείχνουν ανάγλυφα την θλίψη του αλλά κυρίως την μεταβολή της αγωνίας και του φόβου του θανάτου, που διακατέχει αυτόν και όλους μας, στην στωική και ηρωική παραδοχή του.Ο Ακίρα Κουροσάβα με αυτή την ταινία αποδεικνύεται ότι είναι ένας μεγάλος Δάσκαλος στον κινηματογράφο, τη Ζωή και τον Θάνατο!

                                      
                                    

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

The Great Silence (1968)


 Το φιλμ The Great Silence ανήκει στο είδος των σπαγγέτι γουέστερν. Γυρισμένα στην Ιταλία και την Ισπανία, διαφέρουν από τα αντίστοιχα αμερικάνικα ως προς την ωμή απεικόνιση της βίας, τον αμοραλισμό και την κυνικότητα, την περισσότερη δράση και την έντονη οπερατική χρήση της μουσικής. Το Great Silence μετά τις γνωστές ταινίες του Λεόνε θεωρείται το καλύτερο σπαγγέτι.
  Η υπόθεση εκτυλίσσεται  στα τέλη του 19ου αιώνα στα χιονισμένα βουνά της Γιούτα,όπου μία ομάδα αδίστακτων κυνηγών επικηρυγμένων με εντολή του τραπεζίτη της πόλης σκοτώνει φτωχούς χωρικούς, οι οποίοι αναγκάζονται να βγουν στην παρανομία. Η άφιξη ενός πιστολά, του Σιωπηλού, του οποίου οι φωνητικές χορδές είχαν κοπεί, όταν ήταν μικρός από άλλους κυνηγούς επικηρυγμένων, μπορεί να αλλάξει την κατάσταση. Εδώ βλέπουμε το κλασσικό μοτίβο όλου του γουέστερν μύθου<<μία πόλη, κανονική κόλαση, ένας μοναχικός καβαλάρης φτάνει σε αυτήν σαν εξολοθρευτής άγγελος και τα καθαρίζει όλα>>.
   Ο σκηνοθέτης Σέρτζιο Κορμπούτσι, αριστερός στην ιδεολογία, μετατρέπει ένα απλό γουέστερν σε μία ιδιοφυή πολιτική αλληγορία για την κατάσταση της εποχής του. Σύμφωνα με δηλώσεις του ιδίου τη συγκεκριμένη ταινία την εμπνεύστηκε από τον Τσε Γκεβάρα και τον Μάλκομ Χ. Έχοντας ο ίδιος αηδιάσει με την κυρίαρχη ιδεολογία του εμπορικού κινηματογράφου αποφασίζει να γυρίσει ένα γουέστερν δείχνοντας ξεκάθαρα όλη τη βρωμιά και την κτηνωδία του καπιταλισμού. Ο τραπεζίτης είναι το ίδιο το μεγάλο κεφάλαιο ενσαρκωμένο, ενώ οι κυνηγοί επικηρυγμένων τα εκάστοτε όργανα καταστολής. Ο Σιωπηλός και οι παράνομοι ανήκουν φυσικά στη μεριά της επανάστασης.
  Κυρίαρχο-και ιδιαίτερο- στοιχείο της ταινίας αποτελεί το φυσικό περιβάλλον, τα χιονισμένα βουνά, κάτι που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις ερήμους και τις ηλιοφώτιστες πεδιάδες των υπόλοιπων γουέστερν. Η εκθαμβωτική λευκότητα του χιονιού,έρχεται φαινομενικά μόνο σε αντίθεση με την απερίγραπτη μαυρίλα και μακάβρια αίσθηση, που αποπνέει το έργο. Στην ουσία το λευκό του χιονιού είναι η λευκότητα του θανάτου. Ο τίτλος της ταινίας The great silence αναφέρεται στον πρωταγωνιστή αλλά και στην Μεγάλη Σιωπή, που εδρεύει στην άλλη πλευρά της ζωής,τον Θάνατο. Ίσως να μην υπάρχει πιο μαύρο πιο πεσιμιστικό γούέστερν από το The Great Silence.
          
        
  

      Aξίζει να αναφερθούμε εδώ στις ερμηνείες των ηθοποιών,του Ζαν Λουι Τρεντινιαν στο ρόλο του σιωπηλού, κυρίως όμως στον Κλάους Κίνσκι, ο ο οποίος ερμηνεύει τον ψυχοπαθή σαδιστή Λόκο μόνο όπως γνωρίζει ο ίδιος. Στην πραγματικότητα ο αληθινός πρωταγωνιστής είναι αυτός. Ο αδικοχαμένος Φρανκ Βολφ (αυτοκτόνησε το 1971), γνώριμος στους οπαδούς των σπαγγέτι,στο ρόλο του σερίφη μας θυμίζει πόσο καλός ηθοποιός ήταν. Η μουσική του Ένιο Μορικόνε έξοχη, αλλά σε αντίθεση με τις υπόλοιπες του μαέστρου για τα σπαγγέτι, το ύφος της συγκεκριμένης είναι θλιμμένο, μουντό,σαν να καλύπτεται από την χιονοθύελλα της ταινίας.
        

   
    H ταινία απαγορεύτηκε αρχικά να παιχτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ στην Ευρώπη η επιτυχία της δεν ήταν η αναμενόμενη. Όχι μόνο αυτό αλλά επέβαλλαν στο σκηνοθέτη να γυρίσει και δεύτερο τέλος πιο χαρούμενο και αισιόδοξο. Με την πάροδο όμως των χρόνων κατέκτησε τη θέση, που της αξίζει, όχι μόνο σαν ένα από τα καλύτερα γουέστερν αλλά και σαν μια ελεγεία πάνω στην ελπίδα και τη θέληση των ανθρώπων να αλλάξουν τη ζωή τους.
                    
                                 






          


                                           



                                   






Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

Μόμπυ Ντικ 1956

Σκην-  John Huston
Με τους-  Gregory PeckRichard Basehart

                   
Όλοι οι άνθρωποι είμαστε δολοφόνοι, στη στεριά και στη θάλασσα-
Herman Melville

 Ο Μόμπυ Ντικ είναι η Μεγάλη Λευκή Φάλαινα,<<αυτό που συνθλίβει την ράτσα μας, μία φρικαλέα, υποβλητική δύναμη>> σύμφωνα με τον συγγραφέα Χ. Μέλβιλ. Δίκαια το Μόμπυ Ντικ θεωρείται το μεγάλο Αμερικάνικο μυθιστόρημα και ένα από τα αιώνια πνευματικά έργα του παγκόσμιου πολιτισμού. Eχουν γραφτεί και γράφονται εκατοντάδες μελέτες γι’ αυτό, υπάρχουν δεκάδες έδρες σε πανεπιστήμια αφιερωμένες στο συγγραφέα και συνεχώς θα ερευνάται αυτό το τεράστιο σε όγκο και σε αξία μυθιστόρημα με την πυκνή αφήγηση, την δύσκολη γλώσσα και προ πάντων τους συμβολισμούς του.
    Το βιβλίο θα εκδωθεί το 1851 ωστόσο οι κριτικοί θα το κατακεραυνώσουν. Θεωρείται ακατανόητο, σκοτεινό και απαισιόδοξο, με άμεση συνέπεια οι πωλήσεις να είναι ελάχιστες. Σιγά σιγά  το έργο του Μέλβιλ ξεχνιέται μαζί με τον συγγραφέα, ο οποίος θα πεθάνει το 1891 εντελώς ξεχασμένος – μόνο μια εφημερίδα δημοσίευσε τον θάνατό του και αυτή έγραψε το όνομά του λάθος. Έπρεπε να περάσουν 25 χρόνια για να επανεκτιμήσουν την αξία του οι διανοούμενοι αρχικά και ο κόσμος αργότερα. Για τους ίδιους τους Αμερικάνους ο Μόμπυ Ντικ είναι η δική τους Ιλιάδα και η μορφή της λευκής φάλαινας έχει πλέον εγγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο του δυτικού κόσμου.
                     
 (Η πρώτη έκδοση του βιβλίου)

    
       Η υπόθεση είναι γνωστή σε όλους- ένα φαλαινοθηρικό, το Πίκουοντ, ξεκινάει στα μέσα του 19ου αιώνα από ένα λιμάνι της Βορείου Αμερικής για να κυνηγήσει φάλαινες. Καπετάνιος όμως του πλοίου είναι ο Άχαμπ, ο οποίος ενδιαφέρεται για ένα μόνο πράγμα- να σκοτώσει τον Μόμπυ Ντικ, μια τεράστια λετκή φάλαινα που τον σακάτεψε σ’ένα προηγούμενό του ταξίδι. Καθώς εξελίσσεται το βιβλίο- και η ταινία- παρακολουθούμε έντρομοι το μένος και το άσβεστο, εμμονικό μίσος του Άχαμπ για τον Μόμπυ Ντικ. Δεν τον ενδιαφέρει τίποτε άλλο. Θάνατος στον Μόμπυ Ντικ, το τέρας πρέπει να πεθάνει ακόμα και αν συντριβεί όλος ο κόσμος.
                          
                        

    

    Εδώ λοιπόν κρύβεται το μεγάλο ερώτημα και η ουσία του βιβλίου- Τί συμβολίζει ο Μόμπυ Ντικ; Γιατί τον μισεί τόσο θανάσιμα ο Άχαμπ συμπαρασύροντας ολόκληρο το πλήρωμά του σε μια αποστολή αυτοκτονίας; Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι ο Άχαμπ βλέπει τον Μόμπυ Ντικ σαν την ενσάρκωση του απόλυτου Κακού, το οποίο πρέπει να εξολοθρεύσει. Θέλοντας λοιπόν ο Άχαμπ να κάνει το απόλυτο Καλό, γίνεται τελικά το τέρας, που επιθυμεί να σκοτώσει. Ο Καρλ Γιουνγκ πιστεύει ότι ο Μόμπυ Ντικ αποτελεί μια αλληγορία του σκοτεινού ασυνειδήτου της ανθρώπινης ψυχής. Ο Μόμπυ Ντικ είναι απλά μια φάλαινα, το αληθινό κακό είναι ο ίδιος ο Άχαμπ με την αλαζονεία και την παραφροσύνη του. Μια άλλη άποψη, την οποία υιοθετεί η ταινία, και εμείς εν μέρει, είναι ότι ο Μόμπυ Ντικ συμβολίζει τον ιδιο τον Θεό, έναν σιωπηλό και σαδιστή Θεό, που βρίσκει ηδονή να βασανίζει και να θανατώνει τα δημιουργήματά του. Ο Άχαμπ θεωρεί τον εαυτό του προορισμένο να δολοφονήσει τον Θεό. Λέει σ’ένα σημείο του βιβλίου- << όλα τα ορατά αντικείμενα δεν μοιάζουν παρά σαν χάρτινες μάσκες.... βλέπω μέσα σ’αυτή την φάλαινα μια δύναμη υπερβατική γεμάτη κακία, αυτό το ακατόνητο πράγμα μισώ, μην μου μιλάς φίλε λοιπόν για βλαστήμια, θα χτυπούσα και τον ίδιο τον ήλιο αν με πρόσβαλλε.>>.
     Ο ίδιος όμως ο Μέλβιλ ( ο οποίος ήταν χριστιανός) δια στόματος του Ισμαήλ (ο κύριος πρωταγωνιστής του βιβλίου) αποσαφηνίζει καλύτερα τα πράγματα με τα εξής λόγια, τα οποία παρεμπιπτόντως δεν υπάρχουν στη ταινία αλλά μόνο στο βιβλίο και ίσως αποτελούν το κλειδί για να ξεκλειδώσει το αίνιγμα  << Αυτός ο ιερός χαρακτήρας του Λευκού κρύβει κάτι μέσα του, που αν και επέβαλε τον σεβασμό, την ίδια ακριβώς στιγμή προκαλούσε κ’ έναν ανείπωτο τρόμο (… ) μήπως τούτη η ασπρίλα της φάλαινας υποδηλώνει το άψυχο κενό και με τον τρόπο αυτό μας μαχαιρώνει από πίσω , μπήγοντάς μας την ιδέα της μηδαμινότητας; Εκείνη η άχρωμη και τέλεια εικόνα της απουσίας του  Θεού, που μπροστά της ζαρώνουμε από τον φόβο; >>.


                  

    

      Την ταινία τώρα την σκηνοθέτησε ο πλέον κατάλληλος, ο Τζων Χιούστον. Ο Χιούστον είναι ο κατεξοχήν σκηνοθέτης των αιωνίως loosers, των τραγικά ηρωικών ατόμων,  τα οποία αν και γνωρίζουν εξ αρχής ότι θα χάσουν ρίχνονται με τα μούτρα στον κίνδυνο μόνο και μόνο για την χαρά της περιπέτειας και της ίδιας της ζωής. Όλο το πλήρωμα του Πίκουοντ, με πρώτο βέβαια τον Άχαμπ, ορμάει σ’ένα θανατηφόρο κυνήγι γνωρίζοντας ότι είναι καταδικασμένο, ότι διαπράττουν κάτι βλάσφημο και ανίερο..ωστόσο το κάνουν χωρίς δισταγμό.
    Η ταινία τηρεί πιστά το πνεύμα του βιβλίου, σχεδόν όλοι οι διάλογοι είναι ίδιοι με το πρωτότυπο. Μοναδική παράλειψη η παρουσία του Φενταλλάχ, του κρυφού και ικανότατου καμακιστή, τον οποίον ο Άχαμπ έκρυβε στο αμπάρι μέχρι τα μισά του ταξιδιού. Ο Φενταλλάχ είναι Πέρσης κυνηγός, μονίμως σιωπηλός, το υπόλοιπο πλήρωμα ον φοβάται και τον θεωρεί δαίμονα και συμβολίζει την μυστικιστική, τελείως παραδομένη στην μαγεία, πλευρά του Άχαμπ (και ίσως του ίδιου του συγγραφέα).  
 (O Φενταλλαχ)


     Επίσης να σημειώσουμε ότι όλες οι σκηνές του κυνηγιού και της τελικής μονομαχίας είναι γυρισμένες σε φυσικούς χώρους, γεγονός πρωτοφανές για εκείνη την εποχή. Η δράση είναι έντονη, με γρήγορους ρυθμούς χωρίς ωστόσο να έρχεται σε δεύτερη μοίρα ο υπαρξιακός και φιλοσοφικός στοχασμός του βιβλίου. Επαναλαμβάνουμε- η ιστορία του Μόμπυ Ντικ δεν είναι μία απλή ναυτική περιπέτεια, είναι ο απελπισμένος αγώνας του Ανθρώπου να ξεπεράσει την πραγματικότητα και την Μοίρα, όλα τα σκοτεινά ερωτήματα, που βασανίζουν το είδος μας από την αυγή της εμφάνισής μας.
     Κλείνοντας οφείλουμε να αναφρέουμε ότι η καλύτερη μετάφραση και η πλήρης εκδοχή του βιβλίου είναι αυτή του Α.Κ. Χριστοδούλου στις εκδόσεις  Gutenberg, από τη οποία και δανειστήκαμε τα προαναφερθέντα χωρία.



                                

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

O Στοιχειωμένος Πύργος ( 1963) The haunting

O Στοιχειωμένος Πύργος ( 1963) The haunting
  
Σκην.-Robert Wise

Με τους -  Julie HarrisClaire BloomRichard Johnson

      Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια πληθώρα παραγωγής ταινιών τρόμου με κεντρικό θέμα τα στοιχειωμένα σπίτια, τα οποία τα βαραίνει ένα μαύρο παρελθόν γεμάτο φόνους, απόκοσμες ιστορίες, φαντάσματα, και ό,τι άλλο ευχάριστο μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα Insidious, the Conjuring, Burnt Offerings και άλλα. Όλα αυτά τα φιλμ βασίζονται στην κλασσική ταινία Ο Σοιχειωμένος Πύργος ή καλύτερα στο Στοίχειωμα, όπως είναι ο κανονικός αγγλικός του τίτλος και αποδίδει καλύτερα το θέμα του έργου. Ταινία εμβληματική που επηρέασε το είδος αυτό όσο λίγες. Μέχρι και στη Λάμψη του Κιούμπρικ διακρίνουμε επιδράσεις. Βασισμένο στο βιβλίο Οι Δαίμονες του Χιλ Χαουζ της Σίρλευ Τζάκσον, γυρίστηκε το 1963, θεωρήθηκε από τις πιο τρομαχτικές ταινίες που είχαν γυριστεί μέχρι εκείνη την εποχή και έκτοτε παραμένει σταθερά στις λίστες με τις καλύτερες ταινίες θρίλερ.
    Στο επίκεντρο βρίσκεται το Χιλ Χαουζ, ένα σπίτι στη Νέα Αγγλία το οποίο χτίστηκε μέσα του 19ου αιώνα από έναν σαδιστή, ερημίτη οικογενειάρχη. Μια μακρά ιστορία ανεξήγητων δολοφονιών, υπερφυσικών φαινομένων και αυτοκτονιών το συνοδεύει . Ήταν ένα δαιμονικό σπίτι, από την αρχή γεννήθηκε κακό, η σιωπή κυριαρχούσε σε αυτό- μας λέει ο αφηγητής – και ό,τι περπατούσε σε αυτό περπατούσε μόνο του .

                
   
   Δεκαετίες μετά ένας διάσημος ανθρωπολόγος επιθυμώντας να αποδείξει ότι το υπερφυσικό υπάρχει και είναι αληθινό, κάνει ένα πείραμα . Κλείνεται στο Χιλ Χαουζ  μαζί με τρεις συνεργάτες του για ορισμένες μέρες και νύχτες. Οι συνεργάτες είναι οι εξής –πρώτος είναι ο νεαρός κληρονόμος της έπαυλης, ο οποίος,σαν κάθε τεμπέλη κληρονόμο, είναι ένας παντελώς αδιάφορος  χάχας. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους υπόλοιπους δύο συνεργάτες. Η Θήο διαθέτει μια εξαιρετική ευαισθησία στην αντίληψη υπερφυσικών φαινομένων, είναι εμφανισιακά όμορφη και είναι και λεσβία. Άτομο εξαιρετικά ευφυές αλλά με ασταθή και ανισόρροπη ψυχολογία. Και είναι και η Ελεανόρ, το πιο σημαντικό πρόσωπο του φιλμ. Μια κοπέλα απίστευτα καταπιεσμένη, γεμάτη απωθημένα. Ζει με την αδελφή της, η οποία την εκμεταλλεύεται και της φέρεται σαν σκουπίδι ενώ για χρόνια φρόντιζε την άρρωστη μάνα της και στην ουσία δεν έζησε ποτέ αληθινά. Γεμάτη ανασφάλειες  και φοβίες δέχεται την πρόσκληση για το πείραμα στο Χιλ Χαουζ σαν μάνα εξ ουρανού – επιτέλους μου συμβαίνει κάτι- αναφέρει. Δραπετεύει στη κυριολεξία από το περιβάλλον, όπου ζούσε, για να καταφύγει στο Χιλ Χαουζ θεωρώντας ότι θα πραγματώσει επιτέλους την προσωπική της απελευθέρωση αγνοώντας στην πραγματικότητα ότι οδεύει σε μια πραγματική κόλαση. Με το που φτάνει η ομάδα στο σπίτι, αρχίζει ο τρόμος. Απόκοσμοι ήχοι , κύματα νεκρικού ψύχους, ψαλμοί σε μια ακατάληπτη δαιμονική γλώσσα. Το σπίτι είναι όντως ζωντανό αλλά το σημαντικότερο είναι ότι το Χιλ Χαουζ ενδιαφέρεται για την Ελεανόρ , έχει βάλει στόχο να την κατακτήσει, την πολιορκεί σαν σχιζοφρενής εραστής.
  Ωστόσο ο αληθινός τρόμος δεν μας καταλαμβάνει όταν παρακολουθούμε τα όσα μετέρχεται το σπίτι για να τρομάξει τους ενοίκους του και να κερδίσει την αιώνια αγαπημένη το . Η πραγματική φρίκη μας αγκαλίαζει όταν μπαίνουμε στο μυαλό της Ελεανόρ. Εδώ πρέπει να πούμε ότι η ταινία δομείται πάνω στην μέθοδο της προσωπικής αφήγησης, του εσωτερικού μονολόγου από τη σκοπιά της Ελεανόρ. Παρακολουθώντας την πορεία των σκέψεων, τις αγωνίες και τους αναίτιους φόβους αυτού του δυστυχισμένου πλάσματος, πέρα από θλίψη αισθανόμαστε και ένα είδος ανείπωτου σύγκρυου, αφού καταλαβαίνουμε ότι η απόστασή της από την τρέλα και την ολοκληρωτική κατάρρευση είναι πολύ μικρή.
  Μεταξύ της Ελεανόρ και του καθηγητή αναπτύσσεται μια έντονη ερωτική διάθεση, η οποία όμως ποτέ δεν εκδηλώνεται αφού φτάνει στην έπαυλη λίγες μέρες αργότερα η σύζυγος του ανθρωπολόγου, γεγονός που θα βυθίσει την Ελεανόρ πλέον στο σκοτάδι και την απόγνωση . Και εδώ έγκειται η αληθινή αξία της ταινίας – μήπως τελικά όλα αυτά είναι ψέμματα ; μήπως δεν συμβαίνει τίποτα το υπερφυσικό και όλα αυτά αποτελούν προβολές του καταπιεσμένου υποσυνειδήτου της Ελεανόρ, η οποία πνιγμένη στο βάλτο της τρέλας βλέπει παντού παραισθήσεις ; Ίσως το υπερφυσικό να είναι οι δαίμονες του εαυτού , το σκοτεινό ασυνείδητο.
                     
                 
    
      Παρ΄όλα αυτά τα φρικώδη, δεν θα δούμε ούτε μία κηλίδα αίματος, ούτε ένα κομμένο κεφάλι, τίποτα!  Ο φόβος και ο τρόμος υφέρπουν και αγκαλιάζουν τους τοίχους του σπιτιού, το αίσθημα της ασφυξίας ξεπετιέται σαν ομίχλη από το σελιλόιντ, χωρίς ούτε μια σκηνή ιδιαίτερα σοκαριστική. Σε αυτό βοηθάει η αισθητική της ταινίας  , η οποία είναι άψογη. Το ασπρόμαυρο χρώμα ταιριάζει απόλυτα και η μικρότερη νύξη χρώματος θα κατέστρεφε το αποτέλεσμα. Τα κεκλιμένα πλάνα, οι ευρυγώνιοι φακοί 180 μοιρών, οι απόκοσμοι ήχοι και το ζουμ στις εκφράσεις των προσώπων μας δίνουν τον τόνο του μακάβριου στην πληρότητά του.
            
               

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

H έβδομη σφραγίδα (The Seventh Seal) 1957

Σκην.- Ingmar Bergman

Με τους-  Max von Sydow , Gunnar BjörnstrandBibi Andersson


                                       Η πίστη είναι ο χώρος της απόλυτης μοναξιάς...
                                       Η αγωνία είναι η μόνη βεβαιότητα..
                                                Κίρκεγκωρ (Δανός φιλοσοφος)




   Βρισκόμαστε στα βάθη του Μεσαίωνα. Ένας σταυροφόρος, ο Αντόνιους Μπλοκ, επιστρέφει στην πατρίδα του, τη Σουηδία, αφού πολέμησε δέκα χρόνια στους Άγιους Τόπους επιθυμώντας να υπηρετήσει έναν σκοπό και ίσως να κερδίσει μια θέση στον Παράδεισο. Ωστόσο, αντί να έλθει σαν δαφνοστεφανωμένος νικητής, πλήρης αυτοπεποίθησης και δικαίωσης, γυρίζει σωστό ερείπιο. Όλες του οι βεβαιότητες και η πίστη του έχουν χαθεί, η αμφιβολία τον κατατρώει εσωτερικά, υποψιάζεται την κενότητα των εννοιών θρησκεία, ιερός σκοπός και συνακόλουθα τον παραλογισμό και την φρίκη της ανθρώπινης ζωής, αφού αυτή δεν έχει ένα υπερβατό νόημα, που να μας κατευθύνει. Είναι εμφανές ότι ο σταυροφόρος δεν είναι ένας ήρωας του καιρού του αλλά μία φιγούρα της νεωτερικότητας μεταφυτευμένη στην κατεξοχήν εποχή του μυστικισμού και της σκοτεινής πίστης -τον Μεσαίωνα. Συν τοις άλλοις, πέραν του ότι δεν βρήκε τον Παράδεισο υπηρετώντας την υπόθεση των Σταυροφοριών, βλέπει την πατρίδα του να έχει μετατραπεί σε μια αληθινή κόλαση, μιας και έχει ενσκήψει επιδημία πανούκλας σε όλη την χώρα. Πρόκειται για αληθινό γεγονός, όταν στα μέσα του 13ου αιώνα η πανούκλα αφάνισε πάνω από το 1/3 του πληθυσμού της Ευρώπης.
   Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, με το που ακουμπάει τις όχθες της Σουηδίας, ο ίδιος ο Θάνατος τον περιμένει για τον πάρει μαζί του. Ο Μπλοκ όμως αρνείται και του προτείνει να παίξουν μία παρτίδα σκάκι και να τον αφήσει να ζήσει, όσο κρατήσει το παιχνίδι. Μαζί του ο Σταυροφόρος έχει και τον ιπποκόμο του, ο οποίος είναι το εντελώς αντίθετο. Κυνικός σε σημείο μηδενισμού, ρεαλιστής, δεν τον απασχολεί το κρυμμένο πίσω από τα πάντα νόημα, γήινος, ζει τη ζωή του σε κάθε της στιγμή πίνοντας και φλερτάροντας ασύστολα.

        

   
          Στην περιπλάνησή του αυτός ο ιδιόρρυθμος Δον Κιχώτης με τον Σάντσο Πάντσα του θα συναντήσουν διάφορους τύπους ανθρώπων, αυτομαστιγώμενους, μάγισσες που καίγονται στην πυρά, απατεώνες αλλά και ένα αντρόγυνο πλανόδιων ηθοποιών μαζί με το αγοράκι τους. Η οικογένεια αυτή είναι οι μόνοι αγνοί και αθώοι μέσα σε αυτή την κοιλάδα των δακρύων. Συμβολίζουν την Αγία Οικογένεια, τον Ιωσήφ, την Μαρία και τον μικρό Χριστό, αφού και τα ονόματά τους εκεί παραπέμπουν. Ακόμη, τον Σταυροφόρο τον περιμένει η πιστή του γυναίκα στον πύργο τους.
     Θα λέγαμε ότι υπάρχουν κάποιες ομοιότητες του Μπλοκ με τον ομηρικό Οδυσσέα. Είναι αμφότεροι πολεμιστές, ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους αφιερώθηκε στην περιπλάνηση, τους περιμένει και τους δύο μια πιστή αγαπημένη. Ωστόσο, υπάρχουν δύο θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ τους, οι οποίες μας σκιαγραφούν καλύτερα τον Αντόνιους Μπλοκ. Ο Οδυσσέας επιστρέφει στην πατρίδα του και ΓΝΩΡΙΖΕΙ, έχει κατακτήσει την πολυπόθητη γνώση και σοφία από την εμπειρία. Ο Αντόνιους, παρ'όλη την εμπειρία, διατελεί εν πλήρη αγνοία και συγχύσει. Η αμφιβολία και η αγωνία τον έχει συντρίψει. Επιπρόσθετα, ο Οδυσσέας σε όλο του το πολύπαθο ταξίδι έχει τους θεούς δίπλα του, ο Ποσειδώνας τον εκδικείται, η Αθηνά τον βοηθάει, αισθάνεται, σχεδόν βλέπει τους θεούς. Ο Αντόνιους Μπλοκ αισθάνεται την απουσία και τη σιωπή του Θεού. Ικετεύει για ένα σημάδι, έστω ένα κάτι, αλλά ο Θεός παραμένει σιωπηλός. Και αν δεν υπάρχει; Τον δοκιμάζει ο Θάνατος σαν άλλος Μεφιστοφελής. Τότε η ζωή είναι μια φρίκη! απαντά ο Μπλοκ. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Σουηδός σκηνοθέτης ονομάζει την ταινία του έβδομη Σφραγίδα, αφού σύμφωνα με την Αποκάλυψη του Ιωάννη << Όταν άνοιξε την έβδομη σφραγίδα, έγινε σιγή στον ουρανό περίπου μισή ώρα>>. Σιγή λοιπόν, η σιγή του Θεού(όρος,με τον οποίον θα ασχοληθεί ο Μπέργκμαν στην καλύτερή του ταινία, τη Σιωπή του 1962).
             

     Εκεί όμως που ο Σταυροφόρος τα βλέπει όλα μαύρα, ο Ιωσήφ, ο πατέρας - πλανόδιος ηθοποιός, βλέπει την ίδια την Παναγία να περπατά μαζί με το Θείο Βρέφος. Εκεί που ο Σταυροφόρος πνίγεται στα βάθη της απελπισίας του, αυτός αγαπάει την γυναίκα του και χαίρεται τη ζωή και τις απλές χαρές της, μεταγγίζοντας τελικά την γνώση της αγαθότητας και αισιοδοξίας -Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι- στον κατάμαυρο Αντόνιους Μπλοκ. Ίσως να θέλει να μας πει ο σκηνοθέτης ότι η ομορφιά, η ελπίδα και ο Θεός μπορεί να βρεθούν, αν διατηρούμε την αγαθότητα και την διάθεση για ζωή.
Πάντα όμως, όσο καλοί και να είμαστε στο σκάκι, ο Θάνατος είναι πολύ καλύτερος παίχτης, μπορεί να μας αφήνει να νομίζουμε ότι νικάμε, μα στο τέλος πάντα αυτός νικά.
      
Δεν είναι όμως κακό μέχρι τότε να το διασκεδάσουμε και να γευτούμε την γνήσια, αποκρυσταλλωμένη αίσθηση της ζωής. Έτσι και αλλιώς κανείς δεν θα βγει ζωντανός από εδώ μέσα..


         Το ακόλουθο βίντεο είναι ένα τραγούδι του Scott Walker    
         εμπνευσμένο από την ταινία 






Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

Μουσέτ (Mouchette)-1967

Μουσέτ (Mouchette)
Γαλλία| 1967| 79'
Σκηνοθεσία: Ρομπέρ Μπρεσόν| Με τους: Ναντίν Νορτιέ, Ζαν-Κλοντ Γκιλμπέρ






  Η ταινία Μουσέτ λοιπόν του Ρομπέρ Μπρεσσόν.Ο σκηνοθέτης θεωρείται, παρ΄όλο που οι ταινίες του είναι απλές φαινομενικά και σεναριακά,από τους δύσκολους σκηνοθέτες για το ευρύ κοινό.Τη ζωή του θα την επηρεάσει η συμμετοχή του στη Γαλλική Αντίσταση εναντια στους Ναζί και η συνακόλουθη φυλάκισή του. Φανατικός χριστιανός καθολικός θεωρεί ότι η επίγεια ζωή είναι μία κόλαση, την οποία ομορφαίνουν με την αγνότητα και το μαρτύριό τους πρόσωπα,σαν την Μουσετ. Μόνιμη θεματική των ταινιών του το  Άτομο,το οποίο διέπεται από έμφυτη καλοσύνη και ταπεινότητα, εναντίον ενός κόσμου απάνθρωπου και Κακού. Ωστόσο ο Μπρεσόν ήταν και οπαδός του Μπλεζ Πασκάλ και του Ιανσενισμού, μίας απόκλισης από το επίσημο δόγμα της καθολικής εκκλησίας,η οποία δεχόταν την έννοια του προορισμού και της Χάριτος του Θεού προς τους λίγους και εκλεκτούς.
  Η ταινία περιγράφει τη φριχτή ζωή ενός κοριτσιού στην επαρχιακή Γαλλία του 60.Με ετοιμοθάνατη μητέρα, αλκοολικό και βίαιο πατέρα,το κορίτσι αντιμετωπίζει τη χλεύη, την περιφρόνηση και την εχθρότητα της στενόμυαλης επαρχιακής κοινωνίας. Δεν έχει κανέναν να μιλήσει. Στο σχολείο οι συμμαθητές της την χλευάζουν (ακόμα και την λιθοβολούν). Στο χωριό της οι μεγαλύτεροι την σχολιάζουν και την απορρίπτουν.Δεν την θέλει κανείς.Το μόνο άτομο,που την αγαπάει είναι η μητέρα της και αυτή πεθαίνει. Ζει σε πλήρη κοινωνική απομόνωση. Ωστόσο η Μουσετ δεν χάνει τίποτα από την ανθρωπιά της, ίσα ίσα καθώς η ταινία εξελίσσεται, με τα μαρτύριά της καθίσται σχεδόν αγία. Σε μία κατάμαυρη και απαισιόδοξη ταινία ο Μπρεσόν μας δείχνει μία υπέροχη κοπέλα, η οποία δεν μολύνεται καθόλου από τη βρωμιά αυτού του απάνθρωπου κόσμου.Ενώ όλοι γύρω της συμπεριφέρονται ποταπά και χυδαία εκείνη συνεχίζει και κάνει το καλό ακολουθώντας τη βαθύτερη αγγελική φύση της.
  Η τεχνική του σκηνοθέτη είναι για μία ακόμη φορά μοναδική-παρατηρήστε απλά τη σεκανς των έντεκα πλάνων στην εκκλησία μέχρι το λούνα παρκ.Σε δύο λεπτά χωρίς διάλογο τα λέει όλα-για την αξία του εκκλησιάσματος,για τον πατέρα της και τη σκληρότητά του.Εδώ να πούμε ότι στις ταινίες του Μπρεσόν δεν έπαιζαν ποτέ επαγγελματίες ηθοποιοί, μόνο απλοί άνθρωποι. Επίσης η χρήση της μουσικής είναι σπάνια και όποτε  χρησιμοποιείται λειτουργεί ως ένας μεταφυσικός φορέας και ταυτόχρονα σαν σχόλιο συναισθηματικό και πνευματικό ταυτόχρονα.
   Η τραγικότητα της Μουσέτ είναι μεγάλη. Ζει στη Γαλλία τη δεκαετία του 60,τη στιγμή του βιασμού της Γαλλίδες φοιτήτριες χαίρονται τη ζωή τους στο Παρίσι, η νεολαία κηρύττει τον ελεύθερο έρωτα, ο Μάης του 68 ετοιμάζεται. Η Μουσέτ όμως ζει στην καρδιά του σκότους, χωρίς να χάσει ωστόσο την ανθρωπιά της σαν τον ήρωα του μυθιστορήματος του Κόνραντ. Για την ταινία του ο ίδιος ο Μπρεσσόν θα πει<<Η Μουσέτ βρίσκεται παντου-στους πολεμούς, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης,στα βασανιστήρια, στις δολοφονίες>>.




   

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

ΧΑΡΑΚΙΡΙ (1962)


Seppuku (Harakiri) (1962) 

Σκην.Masaki Kobayashi

Tο Χαρακίρι του αριστερού σκηνοθέτη Μασάκι Κομπαγιάσι αποτελεί ταινία τομή στον Ιαπωνικό κινηματογράφο.To συγκεκριμένο φιλμ τινάζει στον αέρα όλα όσα οι Ιάπωνες λατρεύουν σαν ιερά-τον φορμαλισμό,το απαραβίαστο εθιμοτυπικό,τις τελετουργίες,την έννοια της τιμής,τον κώδικα των πολεμιστών (το περιβόητο <<Μπουσίντο>>) και άλλα <<ήθη και έθιμα>>, τα οποία ακόμα οι Ιάπωνες εξακολουθούν να σέβονται και να τηρούν ψυχαναγκαστικά.
   Χαρακίρι ή σεπούκου ονομάζεται η τελετουργική αυτοκτονία ενός σαμουράι λόγω διαφόρων γεγονότων,συνήθως ύστερα από μία ήττα,αποτυχία,διάλυση του οίκου-φατρίας,όπου ανήκε ο σαμουράι αλλά και για μικρότερα παραπτώματα.Σκοπός του είναι να διασωθεί η <<τιμή>>του αυτοκτόνου.Το σωστό χαρακίρι τελείται πάντοτε ενώπιον κοινού,το οποίο με τη σειρά του οφείλει να παρακολουθήσει αμέτοχο και ασυγκίνητο τα όσα φριχτά συμβαίνουν μπροστά του.Ο σαμουράι σκίζει αργά την κοιλιά του πρώτα ευθεία και μετά κάθετα,ούτως ώστε τα σωθικά του να πεταχτούν έξω.Ύστερα από ώρα κάνει ένα νεύμα στον σαμουράι,που τον συνοδεύει και στέκει όρθιος δίπλα του,να του κόψει το κεφάλι.Το πιο σωστό χαρακίρι ωστόσο πρέπει να έχει μεγάλη διάρκεια,δηλαδή-το ξεκοίλιασμα γίνεται με τρόπο τέτοιον ώστε να μην επιφέρει τον άμεσο θάνατο του σαμουράι,συνεπώς όσο αντέξει ζωντανός με ανοιχτά τα σπλάνα και εννοείται χωρίς να βγάλει κάποιο βογγητό ή κραυγή πόνου,τόσο μεγαλύτερη θα είναι η τιμή του.
   Σε  αυτή λοιπόν τη νοσηρή κτηνωδία επιτίθεται ο σκηνοθέτης.Η υπόθεση εκτυλίσσεται τον 17ο αιώνα,όταν έχουν κοπάσει οι εμφύλιοι πόλεμοι και οι πολεμιστές σαμουράι μένουν άνεργοι.Κανένα αφεντικό δεν τους προσλαμβάνει,γιατί είναι ένοπλοι-πάντοτε φέρουν τα σπαθιά τους-και οι ένοπλοι εργάτες είναι πολύ επικίνδυνοι για τα αφεντικά,αφού μπορούν ανα πάσα στιγμή να επαναστατήσουν βίαια και να συμπαρασύρουν και άλλους.Πηγαίνουν λοιπόν οι άνεργοι σαμουράι στα σπίτια των πλουσίων και απειλούν ότι αν δεν τους δοθεί ένα χρηματικό ποσό θα κάνουν χαρακίρι.
  Ο Κομπαγιάσι δεν κατακρίνει απλά αλλά ορμά με μανία σε αυτή την κοπριά της παράδοσης,που βασανίζει την ιαπωνική κοινωνία ακόμα και σήμερα.Γκρεμίζει τα ιερά και τα όσια των ιαπώνων και σχίζει το παραπέτασμα,που τα καλύπτει για να μας αποκαλύψει τη βαθύτερη ουσία τους,που είναι η βρωμιά και η υποκρισία.Ο απελπισμένος ήρωας της ταινίας-και μαζί και ο σκηνοθέτης- ξεκοιλιάζει εντελώς όλη την ιερή σε εισαγωγικά εθιμοτυπία και παράδοση της Ιαπωνίας,αρχίζοντας με το χαρακίρι.
     Η σκηνοθεσία του Κομπαγιάσι είναι λιτή και σκληρή ταυτόχρονα,όπως και η ταινία.Η εμμονή της κάμερας στα πρόσωπα δείχνει όχι μόνο τα αισθήματα των ηθοποιών αλλά την καταπιεσμένη ψυχοσύνθεση όχι μόνο των ίδιων αλλά και όλων των ιαπώνων.Η παραδοσιακή μουσική,εδώ παιγμένη όμως άλλοτε μ’έναν άγριο και φρενιτιώδη ρυθμό,και άλλοτε μ’εναν αργόσυρτο και βασανιστικό,συνοδεύει τα εξαιρετικά μονόπλάνα και την ασπρόμαυρη φωτογραφία της ταινίας.Οι σκηνές δράσης αλλά και τα συνεχή φλαςμπακ είναι χορογραφημένες και δομημένες με άψογο τρόπο,ώστε να καταλήγουν αριστοτεχνικά στο αιματηρό φινάλε.
   



Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Εις μνήμην sergei parajanov

Σαν σήμερα γεννιέται ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες

μία από τις πιο ωραίες σκηνές της πρώτης του ταινιας (ειδικά από το 3.20 είναι ο χαμένος παράδεισος)


Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Alessandro Alessandroni

Ο Alessandro Alessandroni ήταν γνωστός συνθέτης και μουσικός της Ιταλίας.'Εγραψε την μουσική για πολλά σπαγγέτι γουέστερν και ήταν αυτός που έπαιζε το γνωστο ριφ κιθάρας στον Καλό,τον Κακό και τον Άσχημο.Επίσης το σφύριγμα στα Για μια χούφτα δολλάρια,Μονομαχία στο Ελ Πάσο και Κάποτε στην Δύση είναι δικό του.Προς το παρόν ακούστε ένα άγνωστο αριστούργημα.

   


Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

Ναζαρέν-1958    

Σκην-Λουίς Μπουνιουέλ


Λουις Μπουνιουέλ και ο Ιησούς Χριστός. Φαινομενικά  βλέπουμε μια αντίφαση , ο Μπουνιουέλ, ένας δηλωμένος άθεος και αναρχικός, ο οποίος είχε πει κάποτε <<Δόξα τω θεώ είμαι άθεος>>  γυρίζει μία ταινία με τον τίτλο Ναζαρέν δηλαδή Ναζωραίος. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει καμμία αντίφαση. Ο Μπουνιουέλ σαν σοβαρός διανοούμενος δεν έπαψε ποτέ να ασχολείται με τον χριστιανισμό και τη βαθύτερη ουσία του. Ωστόσο δεν τον ενδιέφερε το μεταφυσικό μέρος του χριστιανισμού - ο Μπουνιουέλ δεν είχε μεταφυσικές ανησυχίες - αλλά το κοινωνικό. Σαν αναρχικός,που ήταν, και μάλιστα καταγόμενος από μία χώρα,την Ισπανία, που διέθετε το πιο ισχυρό αναρχικό κίνημα, προσπαθούσε να ανακαλύψει το νήμα, που πάντοτε συνέδεε το επαναστατικό κήρυγμα του Χριστού με τα εκάστοτε επαναστατικά, κοσμικά κινήματα. Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το ίδιο ζήτημα τον έχει απασχολήσει και σε άλλες του ταινίες, όπως τη Βιριδιάνα, το Γαλαξία, κ.α.
   Στο συγκεκριμένο έργο ο Μπουνιουέλ μας παρουσιάζει έναν ιερέα, ο οποίος αποφασίζει να ζήσει  κυριολεκτικά σαν τον Χριστό εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις διδαχές Tου. Δεν έχει ιδιοκτησία,συναναστρέφεται με περιθωριακούς, πόρνες,ζητιάνους  και όπως είναι φυσικό έρχεται σε άμεση σύγκρουση με την επίσημη εκκλησία και την κρατική εξουσία. Ο πάτερ Ναζαρέν δεν θυμίζει μόνο τον Ιησού στο όνομα αλλά και η ίδια η ζωή του και τα πάθη του ταυτίζονται με τη ζωή και τα πάθη του προτύπου του. Ο Οκτάβιο Παζ αναφέρει ότι ο Ναζαρέν ανήκει σ’ένα λογοτεχνικό μοτίβο της ισπανικής λογοτεχνίας, των τρελλών Ισπανών,ανθρώπων δηλαδή,που παίρνουν στα σοβαρά υψηλές ιδέες και ζουν σύμφωνα με αυτές . Τρανό παράδειγμα ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες.
       Τον Μπουνιουέλ ωστόσο τον ενδιαφέρει να δείξει κάτι άλλο - την χρεωκοπία ενός ολόκληρου κοινωνικού μοντέλου , ενός μοντέλου φαρισαικού, το οποίο πίσω από τις μεγαλοστομίες της επίσημης εκκλησίας περί αγάπης στον πλησίον , κρύβει ένα βόθρο ψευτιάς και άγριας εκμετάλλευσης . Ο Μπουνιουέλ-και είναι προς τιμήν του αυτό-ενώ είναι άθεος διακηρύσσει ότι δεν έχουν χρεωκοπήσει οι χριστιανικές ιδέες, έχει χρεωκοπήσει αυτός ο γελοίος κόσμος και οι εκάστοτε εκπρόσωποι και εξουσιαστές του, που τον έχουν καταντήσει κανονική κόλαση . Επίσης ο Μπουνιουέλ με μία εντιμότητα,που εκπλήσσει,δεν χαρίζεται ούτε στον καθημερινό ανθρωπάκο του λαού. Ασκεί κριτική και σε αυτόν και τη φιλαυτία και το γελοίο εγωισμό του. Εδώ συναντάει έναν άλλο μεγάλο,τον πιστό χριστιανό ορθόδοξο Νοστογιέφσκι , όπου στον Μέγα Ιεροεξεταστή βάζει τον Ιεροεξεταστή να λέει στο Χριστό,που έχει κατέβει για δεύτερη φορά στη Γη , <<Ποιους ήρθες να απελευθερώσεις?αυτούς?αυτοί να υποταχτούν μόνο θέλουν.>> Φυσικά ο Μπουνιουέλ δεν λέει ψέμματα. Ας προσπαθήσει ο καθένας να ζήσει έστω για μία εβδομάδα σύμφωνα με τις γραφές του Ευαγγελίου και να εφαρμόσει το Λόγο του Χριστού. Είναι βέβαιο ότι μέσα σε ελάχιστες μέρες ή και ώρες θα τα παρατήσει έντρομος και θα επιστρέψει στη ζωούλα του.
  Όλα αυτά τα σοβαρά και σημαντικά ωστόσο ο Μπουνιουέλ δεν μας τα παρουσιάζει με έναν δραματικό τρόπο, ενώ το ύφος του είναι εύθυμο θα λέγαμε. Αυτό οφείλεται στη θητεία του στους σουρεαλιστές και στο αναρχικό και βέβηλο ταπεραμέντο του. Η ταινία ενώ οικοδομείται σε μια ρεαλιστική βάση χρωματίζεται από αδιόρατες πινελιές,οι οποίες αφήνουν να εισχωρήσει στην αφήγηση της ταινίας το παράλογο, το ασυνάρτητο και το γελοίο. Η κάθαρση και η ίσως η λύση-ο σκηνοθέτης το υπονοεί - υπάρχει στην τελευταία σκηνή - ο Ναζαρέν έχοντας πλέον μετατραπεί σε έναν επαναστάτη χαμογελάει στωικά ή ειρωνικά. Τέλος να αναφέρουμε ότι η συγκεκριμένη ταινία ανήκει στις δέκα αγαπημένες του Αντρέι Ταρκόφκι.

BLADE RUNNER

        To Blade Runner δεν ήταν ποτέ μόνο μια ταινία επιστημονικής φαντασίας. Μπορεί η αφετηρία του να ήταν το <<Do Androids ...