Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΙΑΠΩΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ (και την ιαπωνική κουλτούρα)


         
     
«Υπήρχε μία  άλλη κουλτούρα. Μία κουλτούρα κατεστραμμένη αλλά ακόμα μέσα
μας ζωντανή. Γνώριζα επομένως όχι μόνο με τη νόησή μου αλλά και με τις
αισθήσεις μου ότι η Δύση δεν ήταν ο μόνος πολιτισμός.»
(Οκτάβιο Παζ-Ο Λαβύρινθος της Μοναξιάς)

  Η Ιαπωνία είναι για έναν δυτικό ο κατεξοχήν «ου τόπος». Η αντίληψη και το εννοιολογικό πλαίσιο, όχι μόνο της Ιαπωνίας αλλά και της Άπω Ανατολής γενικότερα, είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές της Μέσης Ανατολής και της Δύσης. Μην ξεχνάμε ότι στην Άπω Ανατολή δεν έφτασε ποτέ ο  αρχαίος ελληνικός λόγος, ούτε η χριστιανική πίστη και σκέψη, στοιχεία δομικά της Δύσης. Η Ιαπωνία είναι η χώρα, η οποία αφού πλήρωσε βαρύτατο τίμημα στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο με την καταστροφή της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, τα αμέσως επόμενα χρόνια αναγεννήθηκε πλήρως και μετατράπηκε σε μία υπερδύναμη. Αυτή η μετάβαση από την απόλυτη ερήμωση και τον θάνατο στη ζωή μπορεί να εξηγηθεί με πολλούς τρόπους, ένα κλειδί όμως για την κατανόηση αυτού του άλματος αλλά και ολόκληρης της ιαπωνικής κουλτούρας βρίσκεται στις φράσεις του συγγραφέα Γιούκιο Μισίμα «Διαπίστωσα  ότι ο δρόμος του σαμουράι είναι ο θάνατος..εμένα αυτή η φράση μου έδωσε δύναμη για να ζήσω.»

                     

                       Η ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΣΚΑΣ
                     Σιντοϊσμός- Ζεν- Τέχνες- Θάνατος
       
    Η γηγενής θρησκεία των Ιαπώνων είναι ο Σιντοισμός, που σημαίνει ο δρόμος των θεών. Είναι μια θρησκεια πολυθειστική και ανιμιστική κατά βάσιν,η οποία γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μόνο στην Ιαπωνία.Βάση του Σιντοισμού αλλά και της Ιαπωνικής κοινωνίας είναι η θεική καταγωγή του Αυτοκράτορα.Σύμφωνα με τον μύθο ο πρώτος αυτοκράτορας της Ιαπωνίας,συνακόλουθα και όλοι οι επόμενοι,καταγόταν από την θεά του ήλιου Αματεράσου, άρα δια του αυτοκράτορα επικυρώνεται και η θεική καταγωγή και αποστολή του Ιαπωνικού έθνους. Μέχρι και το 1945 σχεδόν όλοι οι Ιάπωνες πίστευαν ακράδαντα στη θεική φύση του αυτοκράτορα.




   Σύμφωνα με τον μύθο ο πρώτος αυτοκράτορας της Ιαπωνίας, συνακόλουθα και όλοι οι επόμενοι, καταγόταν από την θεά του ήλιου Αματεράσου, άρα δια του αυτοκράτορα επικυρώνεται και η θεϊκή καταγωγή και αποστολή του Ιαπωνικού έθνους. Μέχρι και το 1945 σχεδόν όλοι οι Ιάπωνες πίστευαν ακράδαντα στη θεϊκή φύση του αυτοκράτορα. Σύμφωνα με τους σιντοϊστές, υπάρχουν οι Κάμι, θεότητες και πνεύματα, που οφείλουν οι πιστοί να τα λατρεύουν και να τα εξευμενίζουν. Ο αριθμός τους είναι πάνω από εκατό χιλιάδες και επιτελούν κάποιον συγκεκριμένο σκοπό. Ο Σιντοϊσμός ωστόσο περιλαμβάνει και τη λατρεία των ενδόξων ηρώων και προγόνων, οι οποίοι με τη σειρά τους, αν ήταν ξεχωριστοί, λατρεύονται ως ημίθεοι, π.χ. οι καμικάζι τα χρόνια του πολέμου αντιμετωπίζονταν από τους Ιάπωνες ως όντα, που ζουν μεταξύ ζωής και θανάτου-κάτι το οποίο ήταν πρακτικά αλήθεια-και γι’αυτό ως ιερά πρόσωπα. Είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι στον Σιντοϊσμό δεν υπάρχει ένας αυστηρά απαραβίαστος μυθικός κόσμος των θεοτήτων αυτών και μία υλιστική πραγματικότητα, όπου ζουν μόνο οι θνητοί. Οι Κάμι ζουν και σε αυτόν τον κόσμο, παρεμβαίνουν και συνυπάρχουν με τους ανθρώπους, οι νεκροί συγκατοικούν με τους ζώντες απογόνους τους, το πνεύμα και ο άυλος κόσμος συγχέεται με την πραγματική, επίγεια ζωή μέσα στον αμετακίνητο και αιώνιο κύκλο του Ταό. Τον 6ο αιώνα μ.Χ. θα έρθει από την Κίνα και την Κορέα ο βουδισμός και σταδιακά θα επηρεάσει τον ντόπιο σιντοϊσμό σε σημαντικό βαθμό, καθώς ο τελευταίος θα ενσωματώσει πολλά στοιχεία του βουδισμού, όπως το Ζεν, κάτι το οποίο θα επιφέρει τεράστιες συνέπειες στη νοοτροπία των Ιαπώνων. Η ματαιότητα του κόσμου, η αντίληψη ότι η υλική πραγματικότητα αποτελεί μία ψευδαίσθηση και ότι όλα είναι κενό θα διαμορφώσουν τις τέχνες και τον πολιτισμό τους. Η κερασιά και τα άνθη της αποτελεί το αγαπημένο σύμβολο των Ιαπώνων, αφού αντικατοπτρίζει την λεπτεπίλεπτη και ψευδαισθητική ομορφιά της γήινης ζωής αλλά και το εφήμερο της. Ο σιντοϊσμός, μπορεί να είναι η γηγενής θρησκεία, όμως η ανάμειξή του με τις βουδιστικές πρακτικές διαποτίζει την καθημερινή ζωή των Ιαπώνων, ενώ ο κομφουκιανισμός έχει εισαχθεί περισσότερο ως ηθικός οργανωτικός κανόνας της καθημερινότητας παρά ως θρησκεία. Πολλά ιερά κτήρια γκρεμίζονται κάθε 20 χρόνια και ξαναχτίζονται με τα ίδια υλικά (!), επιβεβαιώνοντας την υπέρτατη ιαπωνικά πίστη στο εφήμερο του υλικού κόσμου. Αυτή η αγάπη για αλλαγή είναι μια εκδήλωση των αρχαίων θρησκευτικών αντιλήψεων που δίνουν έμφαση στη σημασία της παροδικότητας και της ανανέωσης σε συνδυασμό με την αγάπη του Σίντο για τη φύση αλλά και το βουδιστικό ιδανικό του παραδείσου. Η παράδοση και ο εκσυγχρονισμός δεν είναι αντιθετικά, όπως αρχικά φαίνονται αλλά συνιστούν τμήμα μιας συνέχειας που σκοπεύει στην ισορροπία και την αρμονική συνύπαρξη δυο κόσμων. Σ’ ένα γράμμα προς την οικογένειά του ένας υποψήφιος καμικάζι περιλαμβάνει ένα χάικου ποίημα «Σαν λουλούδια κερασιάς-Την άνοιξη-Αφήστε μας να πέσουμε-Ωραίοι και ακτινοβόλοι.» Δυστυχώς όμως οι βουδιστικές και κομφουκιανικές επιρροές θα ενισχύσουν τις ήδη υπάρχουσες σιντοϊστικές αντιλήψεις περί ασημαντότητας και περιφρόνησης της ζωής και της εμμονικής λατρείας του θανάτου.


               
  
        Επίσης οφείλουμε να επισημάνουμε ότι όχι μόνο στην Ιαπωνία, αλλά και  στην Άπω Ανατολή εν γένει δεν ισχύει η έννοια της ατομικότητας και του προσώπου, όπως καθιερώθηκε από τον Χριστιανισμό και τον Διαφωτισμό. Ο Κομφουκιανισμός, ο οποίος από την Κίνα εξαπλώθηκε και στιγμάτισε όλη την Άπω Ανατολή, ενδιαφέρεται μόνο για το σύνολο και όχι την μονάδα. Θα προσθέσουμε δύο παραδείγματα από τη σύγχρονη Ιαπωνία για να γίνει αυτό πιο κατανοητό-όλοι έχουμε δει σε φωτογραφίες Ιάπωνες στις μεγαλουπόλεις με μάσκες, που προστατεύουν από τα μικρόβια. Μας διαφεύγει όμως ότι τις φορούν, όχι για τον εαυτό τους αλλά για να προστατεύσουν τους υπόλοιπους από τα μικρόβια. Επιπροσθέτως, μία πληροφορία, που τη βρήκαμε σε δύο σύγχρονους ταξιδιωτικούς οδηγούς-ο μοναχικός ταξιδιώτης στην Ιαπωνία αποτελεί ένα σπάνιο φαινόμενο, σχεδόν ένα σκάνδαλο. Πολλοί ξενοδόχοι μπορεί να ξενυχτήσουν με μια μοναχική ταξιδιώτισσα, έχοντας την εντύπωση ότι ταξιδεύει μόνη της γιατί θέλει να αυτοκτονήσει.

              
               
 
                 
                    ΟΙ ΣΑΜΟΥΡΑΙ
    « Ένα δίλημμα μεταξύ ζωής και θανάτου λύσε το απλά, διαλέγοντας αμέσως το θάνατο. Δεν υπάρχει τίποτα περίπλοκο σ’ αυτό. Δυνάμωσε μόνο τον εαυτό σου και προχώρησε. » (από το Χαγκακούρε, βιβλίο-βίβλος των Σαμουράι)
      Είναι αδύνατον να κάνουμε λόγο για τη χώρα του Ανατέλλοντος Ήλιου και να μην αναφερθούμε στην αυτοκτονία και τους Σαμουράι. Οι Σαμουράι είναι η ίδια η Ιαπωνία. Εμφανίστηκαν τον 9 ο περίπου αιώνα μ.Χ. και ήταν πολεμιστές στην υπηρεσία φεουδαρχών. Άριστοι γνώστες της πολεμικής τέχνης-θεωρούνται οι καλύτεροι σπαθομάχοι, που περπάτησαν στη γη-, όφειλαν πιστή υποταγή στον αφέντη τους και να υπερασπίζονται τα συμφέροντά του ή της φατρίας του (clan). Με την πάροδο του χρόνου απέκτησαν τεράστια δύναμη, ούτως ώστε να καταστούν η κυρίαρχη τάξη της χώρας και να αποφασίζουν για την τύχη της. Η συμπεριφορά τους καθοριζόταν από το Μπουσίντο, τους νόμους, που απάρτιζαν τον κώδικα του πολεμιστή. Μία έστω επιπόλαιη και βιαστική μελέτη αυτού του Κώδικα αρκεί για να πείσει τον οποιονδήποτε για την απίστευτης σκληρότητας ηθική αυτών των ανθρώπων. Η έννοια της τιμής στο Μπουσίντο λαμβάνει ιερές διαστάσεις, το μόνο που μετράει είναι η υποταγή στον αφέντη, η ζωή δεν έχει καμία αξία, σκοπός του βίου είναι ο ένδοξος θάνατος και μόνο. Η πιο γνωστή πρακτική των Σαμουράι είναι φυσικά το Χαρακίρι-αν και το Σεπούκου είναι σωστότερη ονομασία. Ένας σαμουράι για λόγους τιμής αυτοκτονεί βυθίζοντας το σπαθί του στην κοιλιά του αργά και όταν πλέον το στομάχι του είναι ανοιχτό κάνει νεύμα σ’ εναν άλλο σαμουράι, που στέκει δίπλα του, να του κόψει το κεφάλι. Ωστόσο στην προηγούμενη φράση το περίεργο είναι το για λόγους τιμής, οι λόγοι αυτοί μπορεί να ήταν το οτιδήποτε. Π.χ. όταν πέθαινε ο αφέντης ενός οίκου ή φατρίας, οι σαμουράι, που δούλευαν σε αυτόν, όφειλαν να αυτοκτονήσουν. Επίσης, αν ένας σαμουράι εθεωρείτο ότι φέρθηκε με αγένεια σ΄ έναν ανώτερό του (αγένεια φυσικά μπορούσε να θεωρηθεί μία όχι και τόσο μεγάλη υπόκλιση ή ένα απλό στραβό κοίταγμα), έπρεπε να αυτοκτονήσει. Εννοείται βέβαια ότι η αιχμαλωσία ή η ήττα στη μάχη σήμαινε αυτόματα χαρακίρι. Η επιδημία του χαρακίρι ήταν τόσο ευρέως διαδεδομένη-ο κάθε σαμουράι αυτοκτονούσε για τους πιο απίθανους και ασήμαντους λόγους-,ώστε γύρω στο 1700 ο Αυτοκράτορας το απαγόρευσε, χωρίς φυσικά καθόλου επιτυχία. Ωστόσο, την περίοδο της ειρήνης ο σαμουράι ήταν υποχρεωμένος να μελετάει ποίηση και να ασχολείται με τις εικαστικές τέχνες. Πολλοί σαμουράι ήταν ταυτόχρονα και μεγάλοι ποιητές. Το σπαθί συνδυάζεται με την πένα!
   
   Μετά το 1867 και την κατάργηση των Σαμουράι και της φεουδαρχικής Ιαπωνίας θα συμβεί το εξής παράδοξο- η ηθική του Μπουσίντο θα κυριαρχήσει σε ολόκληρη την ιαπωνική κοινωνία. Οι σκληροί κανόνες των σαμουράι πλέον υιοθετούνται από το σύνολο των Ιαπώνων. Ένας λαός απομονωμένος για διακόσια χρόνια από τον υπόλοιπο κόσμο, ψυχαναγκαστικός και καταπιεσμένος, μετατρέπεται σ’ ένα έθνος παραφρόνων, πράγμα, που θα το πληρώσει το 1945 με δύο πυρηνικές βόμβες.
   Όμως και μετά το 1945 η ηθική των σαμουράι ποτέ δεν εγκατέλειψε τη χώρα της. Τα στελέχη των εταιρειών υπηρετούν εξίσου πιστά το αφεντικό τους, ενώ οι επαγγελματίες οφείλουν να είναι άριστοι στη δουλειά τους και σε περίπτωση αποτυχίας αυτοκτονούν.
   Ακόμη και οι αριστεροί και αναρχικοί φοιτητές Ζενγκακούρεν της δεκαετίας του ’60 και ’70 συγκρούονταν με τις δυνάμεις καταστολής εφαρμόζοντας τις τακτικές πολέμου των Σαμουράι. Σύνθημά τους ήταν «Οι Ζενγκακούρεν πάνε στην μάχη» παραλλαγή παλιού ύμνου των Σαμουράι.   
    

      Μία λοιπόν από τις πιο βασικές συνιστώσες των σαμουράι, η αυτοκτονία, ήταν πάντοτε σεβαστή στην Ιαπωνία. Η ίδια της η θρησκεία την επέτρεπε, ενώ οι κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες του Μεσαίωνα, όπου γίνονταν διαρκώς εμφύλιοι πόλεμοι, την επέβαλλαν. Σε αντίθεση με την Δύση η αυτοκτονία στην Ιαπωνία αποτελεί μία απολύτως θεμιτή στάση, η οποία προσδίδει κύρος και αξιοπρέπεια στον αυτοκτόνο και την οικογένειά του. Ακόμα και σήμερα η Ιαπωνία έχει το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοκτονιών στον κόσμο.
   
           ΙΑΠΩΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
  
               

     Σε αυτό το πολιτιστικό και κοινωνικό υπόβαθρο θα αναπτυχθεί ο ιαπωνικός  κινηματογράφος, μία από τις πιο όμορφες και γοητευτικές σχολές της έβδομης τέχνης. Η κινηματογραφική βιομηχανία της Ιαπωνίας είναι από τις παλαιότερες και μεγαλύτερες του κόσμου. Το πρώτο ιαπωνικό φιλμ γυρίστηκε το 1897(!) και από τότε εκατοντάδες ταινίες παράγονταν κάθε χρόνο. Δυστυχώς ένα μεγάλο μέρος αυτών έχουν χαθεί και καταστραφεί ολοκληρωτικά λόγω φυσικών καταστροφών (σεισμών λ.χ.) αλλά κυρίως εξαιτίας των αμερικάνικων βομβαρδισμών στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και υπάρχουν αξιόλογα ρεύματα και ταινίες προπολεμικά- ενδεικτικά αναφέρουμε την Κόρη του Καπετάνιου (1917) και το Μία σελίδα τρέλας (1926),- θα εστιάσουμε την μελέτη μας στον κινηματογράφο, όπως διαμορφώνεται στα τέλη του πολέμου και τα μεταπολεμικά χρόνια και έπειτα. Στην Ιαπωνία θα συμβεί κάτι αντίστοιχο με την Ιταλία- και αυτή ηττημένη χώρα με κατεστραμμένη βιομηχανία -που πολύ σύντομα θα αναγεννηθεί από τις στάχτες της και θα δημιουργήσει μία από τις σημαντικότερες εθνικές κινηματογραφίες. Αυτά τα χρόνια αναδεικνύονται και οι μεγάλοι σκηνοθέτες της.
                               
              Ο Yasuziro Ozu (1903-1963) είναι ίσως ο σημαντικότερος σκηνοθέτης της Ιαπωνίας. Η σκηνοθετική του δραστηριότητα ξεκινάει ήδη από τα χρόνια του βωβού αλλά θα ανθίσει τα αμέσως μετά τον πόλεμο χρόνια. Ιδιαίτερα γνωρίσματα της σκηνοθεσίας του είναι η στατική κάμερα και η λήψη κοντρ-πλονζέ, δηλαδή λήψη με την κάμερα τοποθετημένη χαμηλά με τρόπο, ώστε η φιγούρα του ηθοποιού να δημιουργεί μία εντύπωση μεγαλείου και ιερού. Ο Όζου είναι βαθύτατα και φανατικά Ιάπωνας. Μόνιμη θεματική των ταινιών του είναι η διάρρηξη των κοινωνικών δεσμών και σχέσεων στην μεταπολεμική και ρημαγμένη Ιαπωνία. Μέσα από οικογενειακά συνήθως δράματα ανατέμνει και περιγράφει με απίστευτη χειρουργική λεπτομέρεια το γκρέμισμα μιας χώρας, που βασιζόταν για χίλια πεντακόσια χρόνια στους ίδιους απαραβίαστους και απαράλλακτους κανόνες και την μετάβαση σε μία νέα εποχή. Παρατηρώντας αυτή την αλλαγή θλίβεται βαθύτατα όχι όμως μ’ έναν υστερικό και μελοδραματικό τόνο, όπως θα έκανε ένας δυτικός. Η θλίψη του χαρακτηρίζεται από μία παγερή στωικότητα. Στα έργα του φερ’ειπείν, δεν υπάρχει καθόλου συναισθηματισμός, καμία κορύφωση και έκρηξη, κανένα δυτικό δραματουργικό πρότυπο. Ο Όζου, αν και πασίγνωστος στο δυτικό σινεφίλ κοινό-από μέρος του οποίου λατρεύεται σχεδόν μυστικιστικά-για το ευρύ κοινό της Δύσης παραμένει, ευτυχώς, ακόμα σχετικά άγνωστος, αφού λόγω της πλήρους απουσίας δράσης και της αφαιρετικής απλότητας του, που πηγάζει από το Ζεν, θεωρείται δύσκολος και ακατανόητος. Η σημαντικότερη ταινία του είναι φυσικά το Tokyo Story (1953), η οποία ψηφίστηκε το 2012 ως η καλύτερη ταινία του παγκόσμιου κινηματογράφου! Αν ένας δυτικός επιθυμεί να διαπιστώσει τα όρια και την ανεπάρκεια της δυτικής λογοκρατούμενης και ατομικιστικής κουλτούρας του και να ανακαλύψει πως μπορεί να τα ξεπεράσει, αρκεί να δει την συγκεκριμένη ταινία. Από την τεράστια φιλμογραφία του προτείνουμε επίσης τα Late spring (1949)- διαμάντι της ταινιογραφίας του ισάξιο του Τokyo Story, The munekata sisters (1950), Early summer (1951), Tokyo Twilight (1957) και Floating Weeds (1959).

            
(Tokyo story)
   
      Ο Akira Kurosawa (1910-1998) αποτελεί-δικαίως-τον πιο γνωστό σκηνοθέτη της Ιαπωνίας και τον πιο δυτικότροπο- πράγμα, που οι στενόμυαλοι Ιάπωνες δεν του το συγχώρησαν ποτέ. Με το Rashomon (1950) θα στρέψει το ενδιαφέρον της δύσης στον ιαπωνικό κινηματογράφο. Έντονα επηρεασμένος από τα αμερικάνικα γουέστερν του Τζον Φορντ θα γυρίσει μερικές από τις καλύτερες ταινίες με σαμουράι, όπως τους Εφτά Σαμουράι (1954) και το Γιοζίμπο (1961). Βαθύς γνώστης του σαιξπηρικού δράματος θα μεταφέρει τον Μάκβεθ στη μεσαιωνική Ιαπωνία στο αριστουργηματικό Ο Θρόνος του Αίματος-(Throne of Blood -1957) και τον Βασιλιά Ληρ στο πασίγνωστο Ραν (1985). Ωστόσο, κατά τη γνώμη μας, η καλύτερή του ταινία είναι και η μόνη μη ιαπωνική, το σοβιετικό Ντερσού Ουζάλα (Dersu Uzala-1975). Ο Κουροσάβα θα επηρεάσει με τη σειρά του το νέο κύμα κινηματογραφιστών του Χόλυγουντ της δεκαετίας του 70 (Λούκας, Σπήλμπεργκ, Σκορτσέζε). Κατά την ταπεινή μας γνώμη ανήκει στους πέντε σημαντικότερους σκηνοθέτες της έβδομης τέχνης. 
                         
                                     (Dersu Uzala)
    

      Ο Kenji Mizoguchi (1898-1956) είναι το άλλο «ιερό τέρας» της ιαπωνικής σκηνοθεσίας. Λόγω της παιδικής του ηλικίας-η αδελφή του ήταν γκέισα και ο ίδιος μεγάλωσε σε πορνείο - οι ταινίες του πέρα απ’ όλα τ’ άλλα αποτελούν και έξοχο κοινωνικό σχολιασμό για τη θέση της γυναίκας στην ιαπωνική κοινωνία (σε αντίθεση με τον Κουροσάβα π.χ., στις ταινίες του οποίου η γυναίκα απουσιάζει εντελώς). O Mizoguchi στο σύνολο των ταινιών του εξετάζει τη ζωή των γυναικών σε όλη την ιαπωνική ιστορία με έναν τόνο καταγγελτικό και ταυτόχρονα λυρικό και μαγικό. Πάνω απ’όλα όμως τα φιλμ του είναι έξοχα οπτικά ποιήματα με την αίσθηση του μυστικιστικού και του ρεαλιστικού να συμπλέκονται αδιόρατα. Η γνωστότερη και καλύτερή του ταινία είναι φυσικά το Ugetsu Monogatari (1953), ένα φιλμ-απόδειξη του ότι η Δύση στο τέλος θα νικηθεί από τον αρχαιότερο και ανώτερο πολιτισμό της Ανατολής.  Άλλες προτεινόμενες ταινίες του -Οι 47 Ronin (1941),-μεταφορά της πραγματικής ιστορίας των 47 ρονίν- σαμουράι χωρίς αφέντη σημαίνει η λέξη, η οποία επειδή προβλήθηκε λίγες μέρες πριν την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ απέτυχε εισπρακτικά, εντελώς άδικα. Μέχρι πρότινος ήταν από τις πιο σπάνιες ταινίες ώσπου ευτυχώς ανέβηκε πρόσφατα στο youtube, την προτείνουμε για να δείτε την μορφή του ιαπωνικού κινηματογράφου πριν το 1945, Επιστάτης Σάνσο ( Sanso Dayu-1954), The life of Oharu (1952). Αναζητήστε επίσης το Yokihi (1955) μία από τις δύο έγχρωμες ταινίες, που σκηνοθέτησε, και ένα οπτικο-ηχητικό αριστούργημα!
 (Yokihi)
     
        Θα προσθέταμε και τους εξής σκηνοθέτες- Kon Ichikawa με την Άρπα της Βιρμανίας (The Burmese Harp-1956),η οποία αναφέρει την ιστορία ενός στρατιώτη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, που αποφασίζει να γίνει μοναχός και να θάψει τα άταφα πτώματα των νεκρών Ιαπώνων και κυρίως το άγνωστο Fires on the plain (1959),όπου διαπραγματεύεται τα αληθινά περιστατικά κανιβαλισμού από τον Ιαπωνικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εξαιρετικό είναι και το Enjo (1958), έξοχη μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Μισίμα.
(Η άρπα της Βιρμανίας)
   
    Επίσης τον Kaneto Shindo  με το αριστουργηματικό The Naked Island (1960) και τα τρόμου Onibaba (1964) και Kuroneko (1968).
Tον Hiroshi Teshigahara  με την Γυναίκα στους Αμμόλοφους (1964) και το The face of another (1966). Επίσης, τον Nagisha Oshima με τα Ημερολόγια ενός κλέφτη (1968), Η αυτοκρατορία των αισθήσεων (1976) και Η Αυτοκρατορία του Πάθους (1978). Οι δύο τελευταίοι σκηνοθέτες είναι επιπροσθέτως και διαμορφωτές του Ιαπωνικού Νέου Κύματος, ενός κινήματος που ερχόταν σε ανοιχτή σύγκρουση με την παραδοσιακή τεχνοτροπία και ιδεολογία της ιαπωνικής κουλτούρας εστιάζοντας σε θέματα ταμπού-μέχρι τότε-όπως η σεξουαλικότητα σε όλες της τις μορφές (Funeral parade of roses-1969 του Toshio Matsumotο- ταινία που θα επηρεάσει το Κουρδιστό Πορτοκάλι του Κιούμπρικ), ο σαδομαζοχισμός, τα εγκλήματα, που διέπραξαν οι Ιάπωνες στον Β παγκόσμιο πόλεμο κ.α. Τέλος, άξιος αναφοράς ο μέγας Masaki Kobayashi, αριστερός στην ιδεολογία, με τα φιλμ Samurai rebellion (1967) και Harakiri (1962) επιτίθεται σε όλη την παράδοση και την ηθική της χώρας του, δείχνοντας το αληθινό, απάνθρωπο πρόσωπό της.
  Από τις ταινίες σαμουράι ξεχωρίζουν, ο Masahiro Shinoda με το Samurai spy (1965)-μία επιτυχημένη παραβολή για τον Ψυχρό Πόλεμο- και πάνω απ’ όλους ο Kihachi Okamoto  με τα KILL! (1968)-στις τρεις καλύτερες σαμουράι ταινίες- και το Sword Of Doom (1966),όπου περιγράφει τη ζωή ενός ψυχοπαθούς σαμουράι.
   
                                                              ΕΠΙΛΟΓΟΣ  (κιόλας;) 
    Θα λέγαμε ότι οι δεκαετίες 50-60-70 αποτελούν την ακμή της Ιαπωνικής κινηματογραφίας. Τα επόμενα χρόνια -κατά τη γνώμη μας πάντα- διαπιστώνεται μία αισθητή πτώση τόσο ως προς την ποσότητα, όσο και ως προς την ποιότητα των φιλμ που γυρίζονται. Σημαντική πτυχή πλέον της ιαπωνικής κινηματογραφίας αποτελούν τα anime, κινούμενα σχέδια με τεχνοτροπία και αισθητική επηρεασμένη από τα κόμιξ manga. O Hayao Miyazaki είναι ο πιο γνωστός εκπρόσωπος του είδους με πολλές του ταινίες να θεωρούνται αληθινά κομψοτεχνήματα, όπως τα Spirited away (2001) και Howl's moving castle (2004). Επίσης γνωστά anime είναι τα Akira(1988) και το συγκλονιστικό Grave of the fireflies (1988). 
        Στον χώρο του κανονικού κινηματογράφου διακρίνουμε φυσικά τον Takeshi Kitano με τα πασίγνωστα Battle Royal (2000), Dolls (2002) και Zatoichi (2003), τους Koji Wakamatsu και Takashi Miike και τέλος τον Hirokazu Kore Eda με το φετινό Shoplifters.
   (υ.γ. από το αφιέρωμα σκοπίμως λείπουν αναφορές στις  ταινίες  τρόμου, αφού σκοπεύουμε να αναφερθούμε σε αυτές σε προσεχές αναλυτικό αφιέρωμα).
                       TENNO BANZAI!!
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

BLADE RUNNER

        To Blade Runner δεν ήταν ποτέ μόνο μια ταινία επιστημονικής φαντασίας. Μπορεί η αφετηρία του να ήταν το <<Do Androids ...