Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

BLADE RUNNER

   



    To Blade Runner δεν ήταν ποτέ μόνο μια ταινία επιστημονικής φαντασίας. Μπορεί η αφετηρία του να ήταν το <<Do Androids dream of electric sheep?>> του Φίλιπ Κ.Ντικ, που εκδόθηκε το 1968, αλλά αντίθετα με όσα περίμενε το κοινό, ο Ρίντλευ Σκοτ είχε στο νου του κάτι τελείως διαφορετικό από μια περιπέτεια που διαδραματίζεται στο μέλλον. 
        Η αρχική βερσιόν της ταινίας ήταν αυτή που επέβαλαν οι παραγωγοί στον σκηνοθέτη, χωρίς εκείνος να είναι ευχαριστημένος με την παρέμβαση και το τελικό μοντάζ. Η επιτυχία της ήταν μικρή και η κριτική αμήχανη τουλάχιστον. Το 1992 κυκλοφόρησε η έκδοση, που επιθυμούσε ο ίδιος ο σκηνοθέτης και επιτέλους αποκαλύφθηκε το όραμα του Ρίντλευ Σκοτ και η τεράστια δυναμική του έργου. Έκτοτε το Blade Runner φιλοξενείται στις λίστες με τις καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας και όχι μόνο, πολλές φορές και στην κορυφή.
           
                 

   
   Τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζουν πολλοί την εποχή μας και κυρίως τα χρόνια, που θα έρθουν, ως τεχνολογικό μεσαίωνα-και συμφωνούμε μαζί τους. Γνωρίσματα αυτής της περιόδου είναι καταρχήν ο θάνατος του Θεού. Πόσο εύστοχα το είχε αναγγείλει ο Νίτσε γράφοντας <<Ο Θεός είναι νεκρός..εμείς τον σκοτώσαμε>> προσθέτοντας και την υποσημείωση <<θα καταλάβουν τη φιλοσοφία μου μετά από 200 χρόνια>> τώρα δηλαδή. Τη θέση του Θεού αντικαθιστά η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη, την οποία ο κόσμος λατρεύει άκριτα,σχεδόν μυστικιστικά, παράδειγμα αυτής της νοοτροπίας η φράση <<<η τεχνολογία κάνει θαύματα>>. Ταυτόχρονα, ενώ ο κόσμος θεοποιεί την τεχνολογική πρόοδο, δεν μαθαίνει ωστόσο πως λειτουργούν τα μηχανήματα, που χρησιμοποιεί. Η ακριβής γνώση των λεπτομερειών λειτουργίας τους παραμένει άγνωστή, επαναλαμβάνεται δηλαδή το πανάρχαιο μοτίβο με τα ιερά βιβλία των θρησκειών και την απόκρυφη και ιερή γνώση, που περιέχουν,απροσπέλαστη για τους κοινούς θνητούς και τους αμύητους.
     Σε ένα τέτοιο πλαίσιο χρονικό και κοινωνικό τοποθετείται και η συγκεκριμένη ταινία. Βρισκόμαστε στο Λος Άντζελες του 2019. Η πόλη έχει μετατραπεί σε μια απέραντη Τσάιναταουν, όπου κατοικούν Κινέζοι, Ιάπωνες, Άραβες και λευκοί. Η Ανατολή έχει πια νικήσει τον πολιτιστικό πόλεμο με την Δύση. Η πνευματική υγρασία της Ανατολής συνυπάρχει με τη αδιανόητη τεχνολογική ανάπτυξη της Δύσης.Οι πλούσιοι κάτοικοι έχουν μετακομίσει σε αποικίες στο διάστημα και η Γη έχει μετατραπεί σε ένα θλιβερό δυστοπικό μέρος αποτελούμενο από ουρανοξύστες, νέον, βρωμιά ενώ μια πλήρης παραίτηση ρίχνει τη σκιά της σε αυτή την επίγεια κόλαση.Όλα φαίνονται σάπια, είναι σαφές ότι ο πλανήτης και οι κάτοικοί του είναι ένα ζωντανό πτώμα. 


     
      Ο αστυνομικός Ντέκαρντ-τον υποδύεται έξοχα ο Χάρισσον Φορντ-δεν αποτελεί εξαίρεση, έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση και σιγά σιγά σαπίζει και αυτός μαζί με τον παλιό κόσμο. Μία εξέγερση όμως κάποιων ανδροειδών-ρέπλικες, αντίγραφα δηλαδή ανθρώπων- τον αναγκάζει να ξαναανακατευτεί. Αποστολή του είναι να βρει τις ρέπλικες και να τις εξολοθρεύσει, ο αποσυρμένος δηλαδή να τις αποσύρει. Ωστόσο, καθώς η ταινία εξελίσσεται, βλέπουμε ότι οι ρέπλικες δεν είναι οι κακοί της ταινίας, ίσα ίσα βλέπουμε ότι είναι πιο ανθρώπινοι από τους ανθρώπους. Είναι νέοι, δυνατοί, ερωτεύονται, έχουν πάθη,συναισθήματα, καμία σχέση με τα άταφα πτώματα, που έχουν καταντήσει οι άνθρωποι. Είναι το μέλλον. Λογικό είναι λοιπόν οι άνθρωποι συνειδητοποιώντας ότι το είδος τους κανονικά είναι αυτό που πρέπει να αποσυρθεί και να το διαδεχτεί το καινούργιο-οι ρέπλικες, να επιθυμούν να το εξοντώσουν, όταν μάλιστα τα αντίγραφα επαναστατούν εναντίον των πρωτοτύπων! Το μόνο, που επιθυμούν οι ρέπλικες είναι ό,τι πιο ανθρώπινο-λίγα χρόνια ζωής παραπάνω και να συναντήσουν τον επιστήμονα, που τους δημιούργησε,δηλαδή τον Δημιουργό τους με κεφαλαίο Δ, τον Θεό.
     Εδώ εντοπίζουμε και τον βαθύτερο πυρήνα και προβληματισμό του έργου, ο οποίος είναι ξεκάθαρα μεταφυσικός. Θέμα της ταινίας αποτελεί η θνητότητα και η επιδίωξη αν όχι της αθανασίας τουλάχιστον μεγαλύτερης διάρκειας ζωής. Όταν οι ρέπλικες θα συναντήσουν τον Δημιουργό-Πατέρα-Θεό τους και αντιληφθούν ότι η μοίρα τους είναι ο θάνατος θα διαπράξουν το αδιανόητο, θα σκοτώσουν τον Δημιουργό, συντελέιται δηλαδή όχι μόνο μία πατροκτονία αλλά και Θεοκτονία. Τον μεταφυσικό, και κυρίως χριστιανικό, προβληματισμό της ταινίας τον διακρίνουμε και από τα διάσπαρτα χριστιανικά σύμβολα, που υπάρχουν στο φιλμ. Καταρχάς τα μεγαλοπρεπή κτίρια, που δεσπόζουν και φαντάζουν σαν χριστιανικοί καθεδρικοί ναοί. Την στιγμή του κυνηγητού Ντέκαρντ και του αρχηγού των ρεπλικών (ένας φοβερός Ρούντγκερ Χάουερ) ένα καρφί καρφώνεται στο χέρι του Χάουερ, σαφής αναφορά στα καρφιά στα χέρια του Χριστού της στιγμής της Σταύρωσης. Στην ίδια σκηνή όταν ο Χάρισσον Φορντ κινδυνεύει να πεθάνει ευρισκόμενος στην άκρη του κτιρίου, ο Χάουερ αντί να τον αφήσει να πεθάνει, αφού τον συμφέρει κάτι τέτοιο, θα δείξει έλεος, θα τον συγχωρέσει και του χαρίζει τη ζωή! Επίσης λίγο πριν πεθάνει ο Χάουερ κρατάει ένα περιστέρι στα χέρια του, τη στιγμή του θανάτου του το περιστέρι πετάει στους ουρανούς, το περιστέρι στον Χριστιανισμό συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα και τη Θεία Χάρη.
            
                           
    Η ταινία ανήκει τυπικά στην επιστημονική φαντασία αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να είναι-και είναι-φιλμ νουάρ. Το αστυνομικό μέρος, η αισθητική και το <<γκριζάρισμα>> των χαρακτήρων και των αξιών, που κυριαρχούν στα φιλμ νουαρ υπάρχουν και εδώ. Όπως είδαμε προηγουμένως η βαθύτερη θεματική της ταινίας είναι μεταφυσική. Ωστόσο θίγονται παράλληλα και ζητήματα όπως η αλλοτρίωση σε μια κοινωνία νεκροταφείο, ο έρωτας, η αναζήτηση του σκοπού της ζωής και η απέραντη θλίψη ατόμων που ξέρουν ότι πεθαίνουν, η δική μας δηλαδή θλίψη.Πάνω απ'όλα όμως απλώνεται σε όλη την ταινία η σκιά της απροσδιοριστίας και της μονίμου συνοδού της, της αγωνίας, όπως την ορίζει ο Δανός φιλόσοφος Κίκεργκαρντ. Κανείς δεν ξέρει που και ποιοι είναι ρέπλικες, ποιοι είναι άνθρωποι και ποιοι ανθρώπινοι. Γιαυτό και το σύμβολο της ταινίας είναι ο μονόκερως, ζώο μυθικό,το οποίο στον Μεσαίωνα-νάτος πάλι ο Μεσαίωνας-κανείς δεν ήξερε αν υπάρχει στα αλήθεια, εν τούτοις διαρκώς το αναζητούσαν, σαν την αιωνιότητα. Μην ξεχνάμε ότι με τον μονόκερω και την περίφημη σκηνή-ανάμνηση του Φορντ αποκαλύπτεται στο director's cut ότι και ο Ντέκαρντ είναι μάλλον ρέπλικα.
               

   
   Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει στην ταινία ο χαρακτήρας του Τζ.Φ.Σεμπάστιαν, ο οποίος είναι ο κατασκευαστής, όχι ο δημιουργός, των ρεπλικών. Πάσχει από μία ασθένεια, που προκαλεί πρόωρη γήρανση και σύντομα πεθαίνει. Αποτελεί το κατεξοχήν σύμβολο του γερασμένου κόσμου, επειδή όμως το γνωρίζει και δεν είναι αλαζόνας οι ρέπλικες θα τον συμπαθήσουν και θα συμμαχήσουν μαζί του. Στο τέλος όμως θα σκοτώσουν και αυτόν μαζί με τον δόκτορα Ταιρέλ,τον Δημιουργό τους.
  Σκιαγραφήσαμε το φιλοσοφικό πλαίσιο, που κινείται η ταινία. Όσον αφορά το αισθητικό θα χρειαζόταν ένα άλλο κείμενο. Ο Σκοτ κάνει θαύματα-πάλι τα θαύματα- παρουσιάζοντάς μας ένα Λος Άντζελες σκοτεινό, με μόνιμη βροχή το οποίο φωτίζεται από πινακίδες και ολογράμματα νέον. Γεννιέται η αισθητική του cyberpunk, όρος που ανήκει φυσικά στον ίδιο τον Γκίμπσον. Η εξαιρετική μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου όχι μόνο <<ντύνει>> τα φιλμικά περιβάλλοντα αλλά πολλές φορές πρωταγωνιστεί ταυτόχρονα με την εικόνα. Ανακεφαλαιώνοντας θα λέγαμε ότι το Blade Runner αποτελεί  ένα μεγαλειώδες μνημείο της τέχνης αυτού του γερασμένου κόσμου, ο οποίος και αυτός θα χάθεί κάποτε όπως τα δάκρυα στη βροχή.
                 

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019

Αφιέρωμα στον ιταλικό κινηματογράφο

 

     
  Η Ιταλία, η κατεξοχήν μεσογειακή Δύση, είναι ο τόπος των αντιθέσεων. Η χώρα των ψυχοπαθών αυτοκρατόρων Καλιγούλα και Νέρωνα αλλά και του στωικού φιλοσόφου-αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου, του Κολοσαίου και των σφαγών, που πραγματοποιούνταν σε αυτό προς τέρψιν των Ρωμαίων αλλά και η πατρίδα των Γράκχων και του Σενέκα.Υπάρχει η Ρώμη,που κυνήγησε και έκαψε με μανία τους Χριστιανούς αλλά και το Βατικανό και το μέρος, όπου τάφηκε ο Άγιος Πέτρος. Η Ιερά Εξέταση αλλά και το πλήθος αιρέσεων, που αντιτάχτηκαν σε αυτή, τα διάσπαρτα φέουδα και οι Σταυροφορίες αλλά και το μεγαλείο αργότερα της Αναγένησης, οι Μέδικοι αλλά και ο Ντα Βίντσι και ο Μιχαήλ Άγγελος. Η Ιταλία είναι η χώρα με τον πλούσιο, εξευγενισμένο Βορρά και τον πάμφτωχο, πρωτόγονο Νότο, η Ιταλία γέννησε τον φασισμό του Μουσολίνι αλλά πάντοτε διέθετε από τα πιο ισχυρά κομμουνιστικά και αναρχικά κινήματα. Ωστόσο πάνω απ’όλα εκείνο, που υπερβαίνει τις αντιθέσεις της και τις συνθέτει σ’ένα αδιάρρηκτο σύνολο, είναι ο πολιτισμός της. Από την εποχή των μυστηριωδών Ετρούσκων μέχρι και σήμερα η Ιταλική χερσόνησος παράγει έναν μεγαλειώδη πολιτισμό, τον οποίον λίγες περιοχές του πλανήτη μπορούν να συναγωνιστούν.
    Η χώρα, η οποία πρώτη στην ανθρώπινη ιστορία καθιέρωσε την πολιτική του “άρτου και των θεαμάτων”, είναι ευνόητο ότι διακρίθηκε και στον κινηματογράφο, φτάνοντας στο σημείο μετά τον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο η ιταλική σχολή να γίνει μία από τις τρεις-τέσσερις κυρίαρχες στον κόσμο καθορίζοντας το στυλ και την αφήγηση της έβδομης τέχνης.

                          ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
 Η πρώτη ιταλική ταινία γυρίστηκε και προβλήθηκε το 1905 και ονομαζόταν Η Άλωση της Ρώμης. Σχεδόν σε όλες τις πρώτες ιταλικές κινηματογραφικές ταινίες διακρίνουμε τα εξής στοιχεία, τα οποία θα μείνουν κυρίαρχα σε όλη την πορεία της εξέλιξης του ιταλικού κινηματογράφου-την έντονη επιρροή της όπερας και του μελοδράματος, την άντληση θεμάτων από το ένδοξο παρελθόν της Αρχαίας Ρώμης αλλά και γενικότερα της Ιταλικής ιστορίας και τέλος την τεράστια επίδραση της Κομέντια ντελ’ Άρτε και του λογοτεχνικού νατουραλισμού. Το ιταλικό κοινό αγκαλιάζει το νέο μέσο και αμέτρητες ταινίες αρχίζουν και γυρίζονται. Μέχρι και την έλευση του ομιλούντος οι πιο σημαντικές είναι-Οι Τελευταίες Μέρες της Πομπηίας, Η Πτώση της Τροίας, το Κβο Βάντις, Η Απατηλή Γοητεία και κυρίως η Καμπίρια του Τζιοβάνι Παστρόνε (1914), στο σενάριο της οποίας συνεργάστηκε ο Γκαμπριέλε Ντ’ΑνούντσιοΗ συγκεκριμένη ταινία εντυπωσίασε ακόμα και τον Γκρίφιθ. Σημαντικότατη ταινία επίσης θεωρείται το Χαμένοι στο σκοτάδι (1914) του Νίνο Μαρτόλιο, ταινία η οποία θα φυτεύσει τους πρώτους σπόρους του μελλοντικού νεορεαλισμού.
                  
                  ΤΑ  ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ
  Με την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία η κινηματογραφική βιομηχανία στην Ιταλία αποκτά μία νέα ώθηση, αφού ο ίδιος ο Μουσολίνι,εκτός του ότι αγαπούσε τον κινηματογράφο,θεωρώντας τον”το πιο ισχυρό όπλο” θα καθιερώσει το φεστιβάλ Μόστρα της Βενετίας, θα ιδρύσει αρκετές σχολές και ιδρύματα κινηματογράφου και τέλος τα περίφημα στούντιο της Cinecitta. Ωστόσο οι ταινίες,που θα γυριστούν κατά τη διάρκεια του καθεστώτος των μελανοχιτώνων δεν παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία. Πληροφοριακά ο κινηματογράφος της εποχής ονομάστηκε ¨ο κινηματογράφος των άσπρων τηλεφώνων, αφού σε πολλά πλάνα υπήρχε και ένα άσπρο τηλέφωνο, στοιχείο κοινωνικής ανόδου.

                         


                          (Κλέφτης ποδηλάτων)
                                         
                        Ο ΝΕΟΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
      Το καλοκαίρι του 1943 οι σύμμαχοι αποβιβάζονται στην Ιταλία και το φασιστικό καθεστώς καταρέει (ο Μουσολίνι για ελάχιστο διάστημα θα καταφύγει στο Σαλό, για να κρεμαστεί στο τέλος από τους αντάρτες). Ο πόλεμος θα αφήσει μια Ιταλία ρημαγμένη, γεμάτη ερείπια και με την κινηματογραφική της βιομηχανία διαλυμένη. Παράλληλα οι ομάδες των παρτιζάνων έχουν πληθύνει, το αριστερό κίνημα δυναμώνει τάχιστα, με λίγα λόγια ο ιταλικός λαός ξυπνάει από τον εφιάλτη του φασισμού.Τότε λοιπόν θα εμφανιστεί μία από τις σημαντικότερες σχολές του κινηματογράφου-την εποχή εκείνη ήταν αναμφίβολα η σπουδαιότερη- ο ιταλικός νεορεαλισμός. Η κυρίαρχη ιδέα του νεορεαλισμού είναι Τέρμα πια με το ένδοξο παρελθόν της αρχαίας Ρώμης, αρκετά με τα έπη, η ζωή μας έχει καταστραφεί, παντού επικρατεί εξαθλίωση, αυτό πρέπει να δείξουμεΌπως λέει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης Αλμπέρτο Λατουάνταφοράμε κουρέλια; Ε,ας δείξουμε τα κουρέλια. Είμαστε νικημένοι; Ας δείξουμε τις πληγές μας!”  Τα πρώτα βήματα έγιναν  με το  Διαβολικοί εραστές ( Ossessione-1942) του Βισκόντι αλλά επίσημα το είδος γεννιέται με το Ρώμη,ανοχύρωτη πόλη (Roma, citta aperta-1945) του Ρομπέρτο Ροσελίνι.
   Επίκεντρο πλέον είναι ο σύγχρονος αληθινός άνθρωπος και η επιβίωσή του.Το παρελθόν είναι νεκρό,σημασία έχει το ανυπόφορο και δύσκολο παρόν. Οι φτωχοί,οι άνεργοι, οι εξαθλιωμένοι, η ρημαγμένη μας χώρα ενδιαφέρει τους νέους κινηματογραφιστές.Το στυλ μοιάζει ντοκυμαντερίστικο, ενώ όσοι εμφανίζονται στις ταινίες δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί αλλά καθημερινοί άνθρωποι, που στην ουσία υποδύονται τη ζωή τους. Όλες οι ταινίες είναι φυσικά χαμηλού προυπολογισμού με ελάχιστα τεχνικά μέσα, ωστόσο αγαπήθηκαν με πάθος από τη ιταλική κοινωνία και τον απλό λαό, αφού μιλούσαν για τη ζωή τους.
Οι σημαντικότεροι σκηνοθέτες του συγκεκριμένου κινήματος είναι ο Ρομπέρτο Ροσελίνι με σημαντικότερες ταινίες τα Ρώμη,ανοχύρωτη πολη, Paisa (1946) και το εφιαλτικό Γερμανία,έτος μηδέν (Germania, anno zero-1947), όπου το σκηνικό μεταφέρεται στο κατεστραμμένο Βερολίνο,δείχνοντας τη ζωή των άλλων ηττημένων, των Γερμανών, μία ταινία σωστή ακτινογραφία της κόλασης, όπως αναφέρει ο Αντρέ Μπαζέν.
   Ο Βιττόριο Ντε Σίκα είναι ο άλλος μεγάλος του νεορεαλισμού με τον Κλέφτη Ποδηλάτων (Ladri di bicidelle-1948) να αποτελεί την καλύτερη ίσως ταινία της σχολής αυτής. Τα Θαύμα στο Μιλάνο (Miracolo a milano-1950) και Ουμπέρο Ντι (Umberto di-1952) συνεχίζουν στο ίδιο μοτίβο επάξια. Δεν πρέπει να ξεχνάμε και τον Λουκίνο Βισκόντι με το αριστουργηματικό Η Γη τρέμει (La Terra Treme-1948), στο οποίο  το σκηνικό μετατοπίζεται από την πόλη σ’ένα πάμφτωχο ψαροχώρι της Σικελίας. Ανακεφαλαιώντας για τον νεορεαλισμό θα λέγαμε ότι επηρέασε σχεδόν όλες τις κινηματογραφίες του πλανήτη. Η Γαλλία, η Λατινική Αμερική, η Ινδία, η Ιαπωνία, ακόμα και η Ελλάδα, είναι οι πιο χαρακτηριστικές. Όσον αφορά την Ελλάδα, είχαν γίνει κάποιες προσπάθειες να καθιερωθεί το ύφος του νεορεαλισμού κ'εδώ, αλλά το μετεμφυλιακό καθεστώς και η άγρια λογοκρισία απέτρεψαν κάτι τέτοιο. Ωστόσο γυρίστηκαν κάποιες ταινίες νεορεαλιστικές, όπως η Μαύρη Γη (1952) του Στέλιου Τατασόπουλου, Μαγική πόλη (1954) του Νίκου Κούνδουρου και φυσικά η Συνοικία το όνειρο (1961) του Αλέκου Αλεξανδράκη.

                   
                  
                           ΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΘΑΥΜΑ
    Σιγά-σιγά όμως ο νεορεαλισμός σβήνει αφού έχει κουράσει πια την ιταλική κοινωνία. Η οικονομία ανακάμπτει και οι συνθήκες ζωής βελτιώνονται, εκτός από το Νότο, όπου η φτώχεια παραμένει ο κανόνας. Τη δεκαετία του 50 εμφανίζονται νέοι σκηνοθέτες επηρεασμένοι από το νεορεαλισμό μεταθέτοντας όμως την προβληματική τους και ανανεώνοντας εντελώς την αισθητική του ιταλικού κινηματογράφου. Για να είμαστε ειλικρινείς από τη δεκαετία του 50 μέχρι και τα τέλη του 70 αυτό που συμβαίνει κινηματογραφικά στην Ιταλία μόνο με την εποχή της Αναγέννησης θα μπορούσε να συγκριθεί. Δεκάδες σκηνοθέτες κάνουν την εμφάνισή τους παρουσιάζοντας συνεχώς αριστουργήματα. Και όλο αυτό σε μια έντονη διαλεκτική σχέση με την σύγχρονη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας τους. Μία πραγματικότητα αληθινά ταραχώδη. Η Ιταλία παρά την όποια ανάκαμψη παραμένει μια βαθύτατα ταξική κοινωνία, οι φτωχοί αγρότες του Νότου μετακομίζουν στον βιομηχανικό Βορρά αυξάνοντας συνακόλουθα τον αριθμό των προλεταρίων των βιομηχανιών. Την δεκαετία του 60 οι ιδέες της νέας Αριστεράς θα διαδοθούν πλατιά στις φοιτητικές και εργατικές μάζες προσδίδοντας στην ταξική πάλη, που γίνεται όλο και πιο έντονη, έναν βίαιο χαρακτήρα, και όλα αυτά ενώ το Ιταλικό Κ.Κ. υιοθετεί τον ευρωκομμουνισμό. Δημιουργούνται δεκάδες ριζοσπαστικές οργανώσεις της Αριστεράς και της εργατικής Αυτονομίας, ενώ η τρομοκρατία της άκρας Δεξιάς αρχίζει να επανεμφανίζεται. Σε καθημερινή σχεδόν βάση σημειώνονται τρομοκρατικές επιθέσεις, άγριες απεργίες και πορείες, που καταλήγουν σε οδομαχίες. Ο εμφύλιος πόλεμος,τον οποίον η Ιταλία απέφυγε παρά τρίχα στα μέσα της δεκαετίας του 40, το 70 τείνει να γίνει πραγματικότητα.


   Σε τέτοιο ιστορικό σκηνικό ο ιταλικός κινηματογράφος θα αρθρώσει λόγο σχολιάζοντας τα όσα συμβαίνουν. Θα προσπαθήσουμε συνοπτικότατα να παρουσιάσουμε τους σημαντικότερους σκηνοθέτες αφού μια ενδελεχής, λεπτομεριακή παρουσιάση θα απαιτούσε ολόκληρα βιβλία.
  Ο Λουκίνο Βισκόντι είχε, όπως είδαμε, θητεύσει προηγουμένως στο νεορεαλισμό, από τα μέσα όμως της δεκαετίας του 50 θα στραφεί σε μια διαφορετική μορφή κινηματογράφησης, επηρεασμένος από την όπερα, τη λογοτεχνία και το θέατρο, με άλλοτε κοινωνική άλλοτε προσωπική θεματολογία. Ο ίδιος είχε αριστοκρατική καταγωγή, δήλωνε κομμουνιστής και ήταν ομοφυλόφιλος. Αυτές οι συνιστώσες αποτελούν τους διαρκείς θεματικούς άξονες, γύρω από τους οποίους περιστρέφονται οι  ταινίες του. Γυρίζει την πρώτη του ταινία το 1942 και την τελευταία το 1976 (Ο Αθώος). Οι σημαντικότερές του είναι- Η Γη τρέμει(1948), Ο Ρόκο και τ’αδέλφια του (Rocco ei suoi fratelli-1960) - η ιστορία μιάς οικογένειας του Νότου, που μετακομίζει στο Βορρά με την Κατίνα Παξινού στο ρόλο της μητέρας και με έναν Αλέν Ντελόν να μας θυμίζει τον πρίγκηπα Μίσκιν του Ηλίθιου του Ντοστογιέφσκι, Ο Γατόπαρδος (Il gattopardo-1963) η πιο γνωστή του ταινία, όπου αναφέρεται στις αλλαγές της σικελικής κοινωνίας την εποχή του Γκαριμπάλντι, Οι καταραμένοι (The Damned-1969) μία έξοχη καταγραφή της ανόδου του Ναζισμού στη Γερμανία την δεκαετία του 30 και των  αιμομικτικών σχέσεων, που ανέπτυξε ο τελευταίος με την μεγαλοαστική τάξη, Θάνατος στη Βενετία (Morte a venezia-1971) διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Τόμας Μαν και Η γοητεία της αμαρτίας ( Gruppo di famiglia in un interno-1974), όπου ένας Μπαρτ Λάνκαστερ για δεύτερη φορά μετά τον Γατόπαρδο δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας υποδυόμενος έναν αποσυρμένο από τη ζωή καθηγητή.

               
(Ο Ρόκκο και τ'αδέλφια του)

  Ο Φεντερίκο Φελίνι είναι ίσως ο πιο γνωστός Ιταλός σκηνοθέτης. Οι πρώτες του ταινίες συγγενεύουν με τον νεορεαλισμό, αργότερα όμως δανειζόμενος στοιχεία από το τσίρκο, θα αποκτήσει ένα εντελώς δικό του στυλ, το οποίο πλέον χαρακτηρίζεται φελινικό. Το κλίμα και η ατμόσφαιρα των ταινιών του Φελίνι είναι δύσκολο να περιγραφεί. Ονειρικό και μαγικό καθιστά την θέαση των φιλμ του μία αληθινή εμπειρία. Από το 1963 θα ασχοληθεί με την ψυχαναλυτική θεωρία του Καρλ Γιουνγκ και θα πειραματιστεί με το LSD, κάτι που θα επηρεάσει και θα μεταβάλει το ύφος των ταινιών του (τότε διαμορφώνεται και αποκρυσταλλώνεται η ιδιαίτερη τεχνοτροπία του). Ενεργός σκηνοθετικά για τέσσερις και παραπάνω δεκαετίες (50-60-70-80) θα παράξει πλήθος ταινιών ,κάποιες αληθινά μνημεία του κινηματογράφου. Σημαντικότερες-La strada(1954) με τη σύζυγο -σύντροφο της ζωής του Τζουλίέτα Μασίνα, Nύχτες της Καμπίρια (Le notti di Cabiria-1957), La Dolce Vita(1960) απεικόνιση της έκλυτης ζωής των πλουσιών και διασήμων στη Ρώμη και ταυτόχρονα το αδιέξοδο και η απελπισία του πρωταγωνιστή Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ο οποίος καθίσταται πλέον το alter ego του σκηνοθέτη, 8μιση (1963) το τέλμα, επαγγελματικό και υπαρξιακό,ενός σκηνοθέτηΣατύρικον (1968) η Αρχαία Ρώμη, όπως ακριβώς την φανταζόμαστε και ακόμα παραπέρα, Amarcord (1973) η πιο επιτυχημένη εμπορικά ταινία, Και το πλοίο φεύγει(1983) το τελευταίο πραγματικά καλό του έργο.
            
                   

                      

        Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι,ο λεγόμενος και προφήτης της αλλοτρίωσης,έχει ως θεματική τον υπαρξιακό ίλιγγο και τη συναισθηματική αποξένωση και κενότητα του μεταπολεμικού ανθρώπου-κυρίως του αστού. Πιο δύσκολος για το ευρύ κοινό ως προς τα εκφραστικά μέσα, ωστόσο οι ταινίες του γνώρισαν σημαντική επιτυχία. Από το 1967 θα σκηνοθετεί εκτός Ιταλίας.
Σημαντικότερες-H Περιπέτεια (L'avventura-1960), Η Νύχτα (La notte-1961), Η Έκλειψη (L'ecclisse -1962), Blow-up (1968), Επάγγελμα Ρεπόρτερ (1975).

                   
     
          Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι αποτελεί τον καταραμένο-με τη σημασία, που είχε δώσει ο Βερλαίν σε ορισμένους ποιητές (Ρεμπώ, Τριστιάν Κορμπιέρ, Στεφάν Μαλαρμέ, Λωτρεαμόν), οι οποίοι δεν διαχώριζαν το έργο τους από την καθημερινότητά τους-της ιταλικής κινηματογραφίας αλλά και έναν από τους σημαντικότερους και εντιμότερους σκηνοθέτες της. Έχοντας ασχοληθεί με την ποίηση θα στραφεί στον κινηματογράφο το 1960. Μαρξιστής αλλά με έναν ιδιόρρυθμο τρόπο για μια δεκαπενταετία θα γυρίζει ταινίες ξεχωριστές ως προς τη φόρμα,το περιεχόμενο αλλά και το μήνυμα. Η ειλικρίνεια των ταινιών του συγκινεί και σοκάρει βαθύτατα. Με την πρώτη του ταινία (Accatone-1961) θα εκπλήξει τους πάντες. Ένα αριστουργηματικό φιλμ, το οποίο μας δείχνει τη ζωή ενός λούμπεν χρησιμοποιώντας ωστόσο ο ίδιος ο σκηνοθέτης θρησκευτικά μοτίβα. Το 1964 θα σκηνοθετήσει το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιον, ενώ λίγο μετά θα ασχοληθεί με τους αρχέγονους μύθους κάνοντας μια βουτιά στο ασυνείδητο του αρχαίου κόσμου με τον Οιδίποδα το 1967 και τη Μήδεια το 1969-κατά τη γνώμη μας οι δύο αυτές ταινίες αποτελούν το αποκορύφωμα του παζολινικού έργου. Στις αρχές της δεκαετίας του 70 γεμάτος αισιοδοξία για το μέλλον του κόσμου λόγω της εξέγερσης της νεολαίας από το 68 και μετά θα σκηνοθετήσει την λεγόμενη τριλογία της χαράς (Δεκαήμερον-1971, Ιστορίες του Καντέρμπουρι- 1972 και Χίλιες και μιά νύχτες-1974). Το 1975 απογοητευμένος και απελπισμένος εξαιτίας της διάψευσης των ελπίδων και των οραμάτων του και βλέποντας την επέλαση του νεοφασισμού και του νεοφιλελευθερισμού θα δημιουργήσει την πιο μαύρη του ταινία το περιβόητο Σαλό. Λίγο αργότερα θα δολοφονηθεί άγρια στην Όστια, συνοικία που είχε περιγράψει με αγάπη σε πολλές του ταινίες και βιβλία. Μία δολοφονία,η οποία το πιθανότερον σχεδιάστηκε από τους φασίστες. 
                

                        (Ο Παζολίνι νεκρός....)                 
    

       Πάολο και Βιττόριο Ταβιάνι. Έχοντας σπουδάσει εκτός από κινηματογράφο και μουσική θα συνδυάσουν και τα δυο είδη τέχνης σε μια αδιάσπαστη ενότητα. Μέλη και οι δύο του ΙΚΚ οι περισσότερες ταινίες τους έχουν να κάνουν με την ανάλυση των ταξικών σχέσεων κάθε εποχής σχολιάζοντας ταυτόχρονα τις πολιτικές εξελίξεις του τόπου τους λαμβάνοντας θέση παράλληλα. Σημαντικότερες-Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκκορα (San Michele aveva un gallo-1972) όπου απεικονίζεται το αδιέξοδο και η σύγκρουση ενός έγκλειστου στην απομόνωση για δέκα χρόνια αναρχικού με τη νεότερη γενιά μαρξιστών επαναστατών, Αλλοζανφάν (Allonsanfan-1974) -το οποίο διαπραγματεύεται τις πρώτες απόπειρες εξέγερσης στην Ιταλία-επηρεασμένες από το Ιακωβίνικο πρόταγμα της Γαλλίας, Πατέρας Αφέντης (Padre padrone-1977) -εξαιρετική περιγραφή της πατριαρχικής ιταλικής επαρχίας, Χάος(Kaos-1984) κινηματογραφική απόδοση ιστοριών του Πιραντέλο και ταυτόχρονα ένας στοχασμός πάνω στη Σικελία .
                      

                (οι αδελφοί Ταβιάνι στα γυρίσματα
                 του Πατέρας-αφέντης)
    
   Δεν μπορούμε να παραλείψουμε τον Μπερνάντο Μπερτολούτσι με τα έξοχα Πριν την Επανάσταση (Prima della rivoluzione-1964) και τον Κομφορμίστα (Il comformista-1970)πρίν κάνει διεθνή καριέρα. O Kομφορμίστας πέραν του ότι αποτελεί την αποθέωση του στυλ (πρέπει να το δει κάποιος μόνο και μόνο για την αισθητική του) αναλύει με φρουδικούς όρους την μετάτροπή ενός φοβισμένου μικροαστού σε φασίστα. Επίσης ο Ερμάνο Όλμι με την Θέση(Il posto-1961), ο Ετόρε Σκόλα με το αξεπεραστο Βίαιοι,βρώμικοι και κακοί (Brutti,sporchi e cattivi-1976),ο Φραντζέσκο Ρόζι με Τα χέρια πάνω από την πολη (Le mani sulla citta-1963)Η λίστα φυσικά φαντάζει ατελείωτη. Όπως προείπαμε ο Ιταλικός κινηματογράφος των δεκαετιών 60-70 είναι ένας θησαυρός ανεξάντλητος. 
           

                           Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΩΜΩΔΙΑ
                         
                                 


  Η Ιταλική κινηματογραφία θα διαπρέψει φυσικά και στην κωμωδία. Με ρίζες στην Κομέντια ντελ΄Άρτε και τον Γκολντόνι (γιατί όχι και στη ρωμαική κωμωδία;) η Ιταλία θα παράγει ασταμάτητα μέχρι και την δεκαετία του 90 άριστες κωμωδίες, μέσα από τις οποίες σατυρίζεται η ιταλική πραγματικότητα. Μεγαλύτερος σκηνοθέτης του είδους είναι ο  Μάριο Μονιτσέλι, ο οποίος με τo I soliti ignoti (1958 -εδώ προβλήθηκε με τον τίτλο Ο κλέψας του κλέψαντος) θα οδηγήσει το είδος στην τελειότητα. Οι επόμενες του ταινίες (Le grande guerra-1959) αλλά κυρίως Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε (L'armata Brancaleone-1966, μια ξεκαρδιστική σάτιρα του Μεσαίωνα και των Σταυροφοριών) διατηρούν τον πήχη στα ίδια υψηλά επίπεδα. Αξίζει να σημειωθεί η ύπαρξη μεγάλων λαικών κωμικών με πρώτο φυσικά τον θρυλικό Τοτό, τον μεγαλύτερο κωμικό της Ιταλίας, εφάμιλλου για πολλούς του Buster Keaton ή ακόμα και του Charlie Chaplin, για τον οποίον είχε αναφέρει ο Ουμπέρτο Έκο << Σ'αυτό το παγκοσμιοποιημένο σύμπαν, όπου όλοι βλέπουν τις ίδιες ταινίες και τρώνε το ίδιο φαγητό, εξακολουθούν να υπάρχουν αβυσσαλέα και τεράστια ρήγματα που χωρίζουν τον έναν πολιτισμό από τον άλλον. Πως μπορουν δυο λαοί να καταλάβουν ο ένας τον άλλον, την στιγμή που ένας από αυτούς αγνοεί τον Τοτό;>> Η δημοφιλία του Τοτό στην Ιταλία είναι κάτι το οποίο δύσκολα μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε,πολύ απλά ο Τοτό είναι η ίδια η Ιταλία.
        


             Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
   
            Σιγά σιγά όμως στην πολιτική ζωή τα πράγματα ηρεμούν μετά από άγρια καταστολή αλλά κυρίως από την κούραση της ιταλικής κοινωνίας με την τόση βία. Παράλληλα αρχίζει και μία απίστευτη παρακμή του ιταλικού κινηματογράφου. Όλο το ταλέντο και η έμπνευση των προηγούμενων δεκαετιών μοιάζει να χάνεται και να στερεύει πλήρως. Βέβαια οι περισσότεροι μεγάλοι σκηνοθέτες έχουν πεθάνει,ωστόσο οι νέοι,που εμφανίζονται δεν μπορούν να συγκριθούν με τους παλαιούς. Η άλλοτε κραταιά ιταλική κινηματογραφία έχει παρακμάσει πλήρως. Έχει μείνει σαν μία αξεπέραστη εποχή μεγαλείου,πειραματισμού και δόξας. Σαν την Αρχαία Ρώμη..


Βιβλιογραφία- ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ-Στάθης Βαλούκος (εκδόσεις Αιγόκερως 2003)
                        ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ-Κηθ Ρήντερ (εκδόσεις Αιγόκερως 1985).
                         Ιστορία του Παγκόσμιου κινηματογράφου-Ζωρζ Σαντούλ, εκδόσεις Δαμιανός.
                   αρκετά σάιτς από το διαδίκτυο.
               

Λίγα λόγια για τον γιουγκοσλάβικο/σέρβικο κινηματογράφο

     (Το κείμενο αυτό αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου κειμένου, που αφορούσε τον βαλκανικό κινηματογράφο).

            
    Είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε τον σέρβικο κινηματογράφο από τον γιουγκοσλαβικό, όπως εξ’ίσου δύσκολο είναι να κάνουμε το ίδιο και στην ιστορία των Σέρβων. Θα λέγαμε πάντως πως τόσο οι Σέρβοι, όσο και οι Γιουγκοσλάβοι γενικότερα είναι οι Σλάβοι, που κατοικούν στο πιο νότιο μέρος της Ευρώπης. Οι Σέρβοι όντες άλλοτε υπήκοοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, άλλοτε κατακτημένοι των Οθωμανών ,θα κερδίσουν την ανεξαρτησία τους το 1878. Το 1914 στη Σερβία,και συγκεκριμένα στο Σεράγεβο,θα αλλάξει η σύγχρονη ιστορία, αφού με την δολοφονία του Αρχιδούκα Φερδινάνδου θα ξεσπάσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ωστόσο η μορφή της Γιουγκοσλαβίας, όπως την γνωρίσαμε, θα προκύψει μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και τη νίκη των κομμουνιστών παρτιζάνων υπό την ηγεσία του στρατάρχη Τίτο.Τα ομόσπονδα κράτη της Γιουγκοσλαβίας ήταν τα εξής-Σερβία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κροατία, Σλοβενία, Μαυροβούνιο και τα Σκόπια. Όλα αυτά θα ισχύουν μέχρι το 1990, όπου και αρχίζουν και αναδύονται πολύ έντονα οι ντόπιοι εθνικισμοί και το κάθε κράτος-με τη στήριξη φυσικά της Δυτικής Ευρώπης και των Η.Π.Α.- απαιτεί ανεξαρτησία. Ξεκινάει λοιπόν ένας ατελείωτος γύρος πολέμων, που θα οδηγήσουν τελικά στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και στην ύπαρξη αυτόνομων και ανεξάρτητων κρατών.
    Η πρώτη κινηματογραφική προβολή έγινε στη Σερβία το 1896, ενώ το πρώτο σέρβικο φιλμ γυρίστηκε το 1906-The Coronation of King Peter the First. Ωστόσο θα αρχίσουν να παράγονται μαζικά φιλμ στη Γιουγκοσλαβία πλέον και να σχηματίζεται αυτό που λέμε γιουγκοσλαβικός κινηματογράφος μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου (μέχρι την έναρξη του πολέμου είχαν γυριστεί μόνο 12 ταινίες στην ευρύτερη περιοχή).
    Ύστερα από την επικράτηση του Τίτο η κινηματογραφική παραγωγή αυξάνει σημαντικά με τη βοήθεια του κράτους. Θα λέγαμε ότι υπάρχει έντονη ομοιότητα με τον σοβιετικό κινηματογράφο ως προς τη δομή,όπως δηλαδή ονομαζόταν σοβιετικός κινηματογράφος οτιδήποτε γυριζόταν από τις διαφορετικές ως προς την εθνολογική τους σύσταση, γλώσσα και έθιμα,σοβιετικές δημοκρατίες (π.χ. Γεωργία,Ουκρανία, Κιργιζία), κατά παρόμοιο τρόπο όποιο φιλμ έβγαινε είτε από τη Σερβία, τη Βοσνία ή την Κροατία, ονομαζόταν γιουγκοσλαβικός κινηματογράφος. Πέρα από αυτό όμως, λόγω της διακοπής των σχέσεων του Τίτο με τη Σοβιετική Ένωση,το ύφος το σοσιαλιστικού ρεαλισμού επηρέασε πολύ λίγο τον γιουγκοσλαβικό κινηματογράφο αφήνοντας περιθώρια για την ανάπτυξη μιάς πιο φιλελεύθερης και ποιητικής κινηματογραφίας. Ένα είδος,που αναπτύχθηκε και κατέστη ιδιαίτερα δημοφιλές τη δεκαετία του 50 είναι οι λεγόμενες παρτιζάνικες ταινίες, των οποίων η υπόθεση αφορούσε, όπως λέει και το όνομα, την δράση των παρτιζάνων ενάντια στους Ναζί και στους ντόπιους φασίστες κατά τη διάρκεια του Πολέμου.
   Ταυτόχρονα αναπτύσσεται η παραγωγή πολλών ντοκιμαντέρ και ταινίες κινουμένων σχεδίων, οι οποίες προβάλλονταν παρεμπιπτόντως συνεχώς από την ελληνική τηλεόραση της δεκαετίας του 80.
   Η πιο σημαντική ωστόσο τάση,που ξεπήδησε από την περιοχή, ήταν το λεγόμενο Μαύρο Κύμα, μία ριζοσπαστική, άτυπη ένωση νέων σκηνοθετών, οι οποίοι επεδίωκαν να σπάσουν τον παραδοσιακό τρόπο αφήγησης υιοθετώντας πρωτοποριακές μεθόδους κινηματογράφησης και θέματα πολύ πιο εξεζητημένα και κατάλληλα για την εποχή (τέλη της δεκαετίας του 60 μέχρι τα μέσα των seventies). Iδρυτής του κινήματος ήταν ο Αλεξάντερ Πέτροβιτς με την ταινία του Σαββατόβραδο. Ο πιο γνωστός όμως είναι ο Ντούσαν Μακαβέγιεφ. Αναρχικός ως προς την ιδεολογία και έντονα επηρεασμένος από τις θεωρίες του ψυχιάτρου Βίλχελμ Ράιχ, θα θέσει μέσα από τα έργα του ερωτήματα σχετικά με την επανάσταση,την σεξουαλική απελευθέρωση και την κοινωνική καταπίεση. Πιο γνωστή του ταινία είναι το Sweet movie με την έξοχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι (τα παιδιά κάτω στον κάμπο..κυνηγάνε τους αστούς). Σ’ένα πλοίο,το οποίο στην πλώρη του έχει μια προτομή του Μαρξ να δακρύζει,ταξιδεύουν αναρχικοί της εξέγερσης στη Ρωσία του 1905, ναύτες του Θωρηκτού Ποτέμκιν και νέοι επαναστάτες. Ένα αριστουργηματικό φιλμ, που στοχάζεται ηδονικά γύρω από την αποτυχία της Επανάστασης και την σύνδεσή της με την συνολικότερη χειραφέτηση, κοινωνική και ερωτική.
    Την δεκαετία του 80 ανατέλλει το άστρο του πασίγνωστου Εμίρ Κουστουρίτσα με το Θυμάσαι την ντόλι μπελ? (1982) και το αξεπέραστο Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές(1985)Μετά την έναρξη του πολέμου ο Κουστουρίτσα θα γυρίσει το 1995 το πασίγνωστο Undergroundμία ταινία για μια χώρα, που κάποτε υπήρξε(την Γιουγκοσλαβία).
   Άλλες αξιόλογες ταινίες είναι τα-The Marathon Family (1982) του Slobodan Sijan,
The Parade (2011) του Srdjan DragoyevicIvo’s Fest (2005) του Zdravko Sotra, Τα όμορφα χωριά,όμορφα καίγονται (1997) του Srdjan Dragoyevic και Balkan express (1983) του Branko Balletic.

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ

 


   

   
     Το γουέστερν αποτελούσε για ολόκληρες δεκαετίες ίσως το πιο δημοφιλές κινηματογραφικό είδος. Είναι η εποποιία της Άγριας Δύσης, η ίδια η αμερικάνικη ιστορία. Εκτός όμως αυτού του ιδιαίτερου χαρακτήρα του, όπως εύστοχα έχει αναφερθεί, το γουέστερν είναι ο πιο αληθινός κινηματογράφος. Η απήχησή του ήταν πραγματικά παγκόσμια, οι μάζες το αγκάλιασαν,ενώ,όπως θα δούμε παρακάτω,γουέστερν-και σημαντικότατα μάλιστα-γυρίστηκαν και εκτός των ΗΠΑ. Αυτό εξηγείται σ’ένα βαθμό από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ ήδη από τα χρόνια του Β παγκοσμίου  πολέμου αναδείχθηκαν σε μία νέα αυτοκρατορία, η οποία επέβαλλε τα δικά της πολιτιστικά πρότυπα, ούτως ώστε να καταστούν παγκόσμια και κυρίαρχα. Σ’ένα όμως δεύτερο επίπεδο η διεθνής απήχηση του γουέστερν οφείλεται στο ότι ο βασικός πυρήνας της μυθοπλασίας του εμπεριέχει τα πιο δομικά μέρη των πανάρχαιων μύθων και ιστοριών του ανθρώπινου πολιτισμού. Το γουέστερν,ως η σύγχρονη μυθολογία του πιο νέου έθνους, του αμερικάνικου, ήταν το καταλληλότερο όχημα για να αφηγηθεί την καινούργια οδύσσεια του ανθρώπου. Τα θεμέλια οικοδόμησης του αμερικάνικου έθνους χτίζουν το ίδιο το γουέστερν ως φιλμική κατασκευή και πνευματική δημιουργία. Το ελεύθερο πνεύμα των πιονέρων, η αναζήτηση και η περιπλάνηση, ο καινούργιος άνθρωπος, που εγκαταλείπει τον παλαιό κόσμο (Ευρώπη) και σε μια νέα παρθένα Γη μετατρέπεται σ΄ένα καινούργιο άτομο, αναβαπτισμένο και καθαρμένο από τις αμαρτίες του παλαιού κόσμου. Εδώ ωστόσο οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η ιστορική αλήθεια είναι διαφορετική-γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η αμερικανική ιστορία και ότι το χιλιοειπωμένο land of the free and the brave θεμελιώθηκε στη σφαγή των γηγενών αμερικάνων, των ινδιάνων, την πιο άγρια μορφή δουλοκτησίας των μαύρων, το ρατσισμό κ.ο.κ. Εν τούτοις ακόμα και αυτά τα μελανά σημεία της αμερικάνικης ιστορίας με την εξέλιξη του είδους εμφανίζονται στις ταινίες γουέστερν. Η κυρίαρχη αντίθεση και ιδέα, που διαπνέει ολόκληρο το γουέστερν από την αρχή της δημιουργίας του μέχρι τώρα είναι η εξής-κοιλάδα, βουνά, άγρια φύση στον ένα πόλο και στον άλλο πόλεις, οργανωμένη  νομοθεσία, βιομηχανία, μονοπώλια, εν ολίγοις καπιταλισμός. Πως δηλαδή ο ανυπότακτος πιονέρος θα μετατραπεί σε έναν μικροαστό, κάτοικο της πόλης. Ο Τζον Γουέιν στο Searchers ή θα αναπαυτεί στο home του ή θα γυρίζει ολομόναχος στην έρημο.

                          

      Οι αρχές μέχρι και τον πόλεμο
    
   Το γουέστερν γεννιέται ταυτόχρονα με τον κινηματογράφο αλλά-και αυτό είναι εκπληκτικό-στα πρώτα του βήματα δεν ασχολείται με την ιστορία και το παρελθόν αλλά με το παρόν, είναι ταινίες της επικαιρότητας. Η Άγρια Δύση ακόμα δεν έχει <<εξημερωθεί>> εντελώς, οι καουμπόυδες και οι ντεσπεράντος  αλωνίζουν στην ύπαιθρο, ενώ οι Ινδιάνοι ακόμα αντιστέκονται-ελάχιστοι όμως πια. Η πρώτη γνωστή ταινία του είδους είναι η θρυλική Μεγάλη ληστεία του τραίνου το 1903. Μέχρι το 1917 οι Μπρόνκο Μπιλ και Τομ Μιξ, οι οποίοι παρεμπιπτόντως ήταν αληθινοί καουμπόυς,θα κυριαρχήσουν στο είδος. 
  Ωστόσο το γουέστερν θα μεταβεί στην ώριμή του φάση από τα μέσα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 30 καταρχάς με το Plainsman (1936) του Σεσίλ Ντε Μιλ με τον Γκάρυ Κούπερ,τον πρώτο αληθινό σταρ του είδους, αλλά κυρίως το 1939,όταν ο Ιρλανδοαμερικάνος Τζον Φορντ θα γυρίσει το Stagecoach, ένα από τα καλύτερα γουέστερν,για το οποίο ο Αντρέ Μπαζέν έγραψε Είναι το ιδανικό παράδειγμα ενός στιλ που έφτασε στον κλασικισμό, και το Drums along the Mohawk, το οποίο αναφέρεται στην περίοδο 1760-1770. Και οι δύο ταινίες θα μας παρουσιάσουν δύο ηθοποιούς, των οποίων η καριέρα έκτοτε ταυτίστηκε με το γουέστερν, η πρώτη τον Τζον Γουέιν και η δεύτερη τον Χένρι Φόντα. Μετά από αυτά τα προαναφερθέντα φιλμ, το γουέστερν γίνεται δεκτό σαν σεβαστό κινηματογραφικό είδος και σοβαρή τέχνη. Ο Τζον Φορντ είναι ο πιο γνωστός και μάλλον ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης του είδους.Θα καθορίσει την αρχιτεκτονική και την δομή του,δημιουργώντας σειρά μιμητών. Με συνέπεια θα σκηνοθετήσει δεκάδες γουέστερν, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι αληθινά αριστουργήματα. 
Ενδεικτικά αναφέρουμε τα -My darling Clementine (1946), Fort Apache (1948), 3 godfathers(1948), WagonMaster (1950), The searchers (1956) το οποίο θεωρείται το καλύτερο γουέστερν και πρόσφατα ονομάστηκε μνημείο ανθρώπινου πολιτισμού από το Μουσείο Τέχνης των ΗΠΑ, Τhe man who shoot Libery Valance (1962)-ριζοσπαστική απομυθοποίηση του μύθου της Άγριας Δύσης- και Το Δειλινό της Μεγάλης Σφαγής (Cheyenne Autymn) (1964), ταινία απολογητική προς τους Ινδιάνους,όπου προβάλλει-έστω συμβατικά-τα δεινά, που υπέστησαν από τους λευκούς.    
                              
                        
                           
                    Το αποκορύφωμα
     Μετά τον πόλεμο το γουέστερν θα κυριαρχήσει εντελώς.Η δημοφιλία του ξεπερνάει κάθε όριο και γίνεται αγαπητό από τους πάντες-από τον πιο λαικό εργάτη μέχρι τον διανοούμενο. Επίσης σταδιακά ο χαρακτήρας του και ο προβληματισμός του αλλάζει, γίνεται πιο διανοουμενίστικο, πιο σκοτεινό και κάποιες φορές πολιτικό. Για παράδειγμα Το τραίνο θα σφυρίξει τρεις φορές(1952) του Φρεντ Τσίνεμαν αποτελεί μια πανέξυπνη αλληγορία για τον μακαρθισμό.Το Ο σκλάβος,που δεν λύγισε ποτέ (Apache -1954) αλλά και το Σπασμένο Βέλος (Broken Arrow-1950) είναι οι πρώτες φιλοινδιάνικες ταινίες,ενώ το Oxbow incident(1943) είναι μια ολομέτωπη επίθεση στο νόμο του λυντσαρίσματος.Πάνω απ’όλα όμως το γουέστερν είναι μια μεγάλη ψυχαγωγία, μία ανεπανάληπτη κινηματογραφική απόλαυση και εμπειρία. Ενδεικτικό είναι ότι ποτέ κανένα κινηματογραφικό είδος δεν έκανε τόσο συχνή αλλά και εξαιρετική χρήση του τράβελινγκ και του πανοραμίκ.
  Άλλοι μεγάλοι σκηνοθέτες,που θα ασχοληθούν είναι ο Χάουαρντ Χωκς,ο οποίος θα σκηνοθετήσει μερικές από τις πιο κλασσικές ταινίες του είδους,όπως Το Κόκκινο Ποτάμι (The red river -1948), The Big Sky(1952) και φυσικά το Ρίο Μπραβο (1959)Ο Φριτς Λανγκ θα μας προσφέρει το παραγνωρισμένο αλλά υπέροχο Western Union (1941), το Rancho Notorious (1952) και το  Unconquered (1947)για το οποίο πολύ σωστά αναφέρει ο κριτικός Μπάμπης Ακτσόγλου<<είναι ένα από τα ωραιότερα γουέστερν με φόντο τα πρώτα χρόνια στον Νέο Κόσμο>>. Ο Άντονυ Μαν επιλέγει ως μόνιμο πρωταγωνιστή του τον Τζαίημς Στίουαρτ γυρίζοντας μια σειρά αξιοπρόσεκτων ταινιών,όπως το Γυμνό Σπηρούνι (Naked Spur 1953) και το Man from Laramie (1955).Ο Ράουλ Γουώλς θα γυρίσει το πρωτότυπο ως προς το θέμα Distant Drums (1951)  και το Along the great divide (1951). Ο κατάλογος είναι πραγματικά ατελείωτος, θα προσθέσουμε λίγες ακόμα ταινίες-The Far Horizons (1955) του Rudolph Maté, Garden of Evil (1954) του Henry Hathaway Johnny Guitar (1954) του Νίκολας Ρέι και Northwest Passage(1940) του King Vidor.
                
             

                      Δεκαετία 60
  Με την έλευση της δεκαετίας του 60 και τις κατακλυσμιαίες αλλαγές,που επέφερε, ήταν φυσικό το γουέστερν γι’άλλη μια φορά να αλλάξει χαρακτήρα και να ριζοσπαστικοποιηθεί ακόμα περισσότερο.Το Μικρο μεγάλο Ανθρωπάκι (1970) του Άρθουρ Πεν και το Soldier Blue (1970)  του Ραλφ Νέσον τάσσονται ακραιφνώς με τους Ινδιάνους και δείχνουν με απίστευτη ωμότητα την γενοκτονία τους από τους λευκούς. Με τους δύο ληστές (Butch Cassidy and the Sundance Kid-1969) του Τζωρτζ Ροι Χιλλ η αντισυμβατική νεολαία της εποχής ανακαλύπτει δύο νέα αντι-ηρωικά πρότυπα , ενώ στο Man in the Wilderness (1971), τοποίο  διαπραγματεύεται-καλύτερα- το ίδιο γεγονός με το  μετριότατο Revenant, η Άγρια Δύση παρουσιάζεται αληθινά άγρια και πρωτόγονη. Το νέο όνομα όμως, που θα κυριαρχήσει στο χώρο,είναι φυσικά ο Σαμ Πέκινπα,ο οποίος θα στυλιζάρει τη βία, όπως κανείς άλλος δεν το είχε κάνει μέχρι τότε σε όλον τον κινηματογράφο,και θα σκηνοθετήσει ταινίες ορόσημο με πιο γνωστή τη θρυλική Άγρια ΣυμμορίαΠέραν όμως όλων αυτών τη δεκαετία του 60 θα εμφανιστεί όχι στην Αμερική αλλά στην Ιταλία ένα νέο είδος γουέστερν,που θα αλλάξει εντελώς την όψη του.

                         
(Man in the wilderness)
               
          ΣΠΑΓΓΕΤΙ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ
   
        Από το 1963 στην Ιταλία θα αρχίσει η παραγωγή ταινιών γουέστερν πρωτίστως για να ικανοποιηθεί η εγχώρια και αργότερα η ευρωπαική αγορά.Ταινίες με ελάχιστο προυπολογισμό, γυρίζονται σε λίγες εβδομάδες με πρωταγωνιστές ιταλούς ή ισπανούς ηθοποιούς και ξεπεσμένους αμερικάνους σταρ.Το 1964 όμως ένας νέος σκηνοθέτης, ο Σέρτζιο Λεόνε,αντιγράφοντας σκηνή προς σκηνή το Γιοζίμπο του Ακίρα Κουροσάβα,θα γυρίσει το Για μια χούφτα δολλάρια, το πρώτο ιταλικό γουέστερν,το οποίο πέραν της μεγάλης του εμπορικής επιτυχίας, αποτέλεσε έναν αληθινό καλλιτεχνικό θρίαμβο. Στυλιζαρισμένο στο έπακρο,σε συνδυασμό με την μουσική του πρωτοεμφανιζόμενου τότε Ένιο Μορικόνε, αποτελει μία σύγχρονη βίαιη καουμπόικη όπερα.Το είδος ονομάστηκε ειρωνικά σπαγγέτι και στην αρχή απορρίφθηκε μετά βδελυγμίας κυρίως από τους αμερικάνους κριτικούς. Στην Ευρώπη ωστόσο αγαπήθηκε με ιδιαίτερο πάθος κατακτώντας από το 1966 συνακόλουθα και τις ΗΠΑ επηρεάζοντας και αλλάζοντας την μορφή και την ιδεολογία του προτύπου,που προσπαθούσε να μιμηθεί, του ίδιου του αμερικάνικου γουέστερν. Η αλήθεια είναι ότι τα σπαγγέτι έδωσαν ένα φιλί ζωής και ανανέωσαν το είδος. Η Άγρια Συμμορία, οι Γύπες πετούν χαμηλά (Two mules for sister sara -1970)  και πολλά άλλα αμερικάνικα γουέστερν επηρεάστηκαν ξεκάθαρα από τα σπαγγέτι. Τί είναι όμως αυτό που τα κάνει να ξεχωρίζουν; Πρώτον είναι γυρισμένα στην Ιταλία και την Ισπανία.Δεύτερον η χρήση της βίας .Για την εποχή τους τα σπαγγέτι ήταν απίστευτα βίαια. Πολλές ταινίες λογοκρίθηκαν ή απαγορεύτηκαν τελειώς σε διάφορες χώρες λόγω πολλών σκηνών σαδιστικής βίας. Τρίτον η χρήση της μουσικής. H δομή τους με τη σταδιακή κλιμάκωση και τη  συνεχή συνοδευτική ή αντιστικτική χρήση της μουσικής θυμίζει έντονα την όπερα. Τέταρτον-περιέχουν περισσότερη δράση. Πέμπτον-σε μία προτεσταντική κατά βάση χώρα, όπως είναι οι ΗΠΑ, στα σπαγγέτι δεν υπάρχει τίποτα προτεσταντικό! Όλοι οι ιερείς, οι εκκλησίες, ακόμα και τα ονόματα πολλών ηρώων (Hallelujah, Cemetery, Trinity) είναι καθολικά. Έκτον και ίσως σημαντικότερο. Καμμία αξία ή ιδανικό της αμερικάνικης  άγριας Δύσης δεν επικρατεί στα σπαγγέτι.Η έννοια της πίστης στην κοινότητα,την οικογένεια,  την προγονική γη,η φιλία και η αλληλεγγύη, η ελπίδα για ένα μέλλον ελεύθερων και ανώτερα ηθικών ανθρώπων, όπως θέλουν ανοήτως να θεωρούν τους εαυτούς τους οι Αμερικάνοι, όλα αυτά απουσιάζουν από τα σπαγγέτι. Τα σπαγγέτι είχαν το θάρρος να δείξουν την αληθινή όψη της Αμερικής, ένα μέρος,όπου κυριαρχούν τυχοδιώκτες, καθάρματα πάσης φύσεως, αμοραλιστές και αρπαχτικά.
 Οι πιο γνωστοί και καλύτεροι σκηνοθέτες είναι οι τρεις Σέρτζιο,ο Σέρτζιο Λεόνε,ο Σέρτζιο Κορμπούτσι και ο Σέρτζιο Σολίμα. Καλύτερες ταινίες-τα Για μια χούφτα δολλάρια(1964),Μονομαχία στο Ελ Πάσο(1965) Ο Καλός,Ο Κακός και ο Άσχημος(1966)και το Κάποτε στην Δύση(1968)του Σέρτζιο Λεόνε, Τζάνγκο(1966),The great silence(1968),Companeros( 1970)του Σέρτζιο Κορμπούτσι, The Big Gundown (1966)του Σέτζιο Σολλίμα, Day ofAnger (1967)του Τονίνο  ΒαλέριMatalo (1970)-ένα γουέστερν πνιγμένο στη ψυχεδέλεια-, Sartana και πολλά άλλα.Το είδος θα σβήσει στα μισά της δεκαετίας του 70. Ωστόσο συνολικά παρήχθησαν 500 περίπου ταινίες. Μεγάλοι ηθοποιοί αναδείχθηκαν μέσα από αυτές,όπως ο Κλιντ  Ήστγουντ, ο Τζιαν Μαρία Βολοντέ και ο Κλάους Κίνσκι.
 Πρίν επιστρέψουμε στην πατρίδα του γουέστερν να σημειώσουμε ότι γουέστερν γυρίστηκαν στη Βραζιλία (Cangaseiro), στη Γερμανία (Winnettou) ακόμα και στην Ελλάδα (Οι σφαίρες  δεν γυρίζουν πίσω-1967, Το χώμα βάφτηκε κόκκινο-1965, Αγάπη και αίμα-1968).
                       
                    
                                 
                             
                Η επιβίωση

    Από τα μέσα όμως της δεκαετίας του 70 το γουέστερν πλέον παρακμάζει. Ένα από τα πιο αγαπημένα και εμπορικά κινηματογραφικά είδη σχεδόν σβήνει. Το μεγάλο κοινό του γυρίζει την πλάτη και οι μόνοι που ενδιαφέρονται είναι οι διανοούμενοι και ορισμένοι πιστοί οπαδοί .Ελάχιστες ταινίες γυρίζονται με μικρή όμως επιτυχία. Ο Κλιντ Ήστγουντ-γνήσιο τέκνο του γουέστερν- θα υπηρετήσει με ευλαβική συνέπεια το είδος προσφέροντάς μας ανεπανάληπτες ταινίες (Περιπλανώμενος Πιστολέρο -1972 ,Εκδικητής εκτός Νόμου-1976, πάνω απ’όλα όμως τους Ασυγχώρητους-1992,το τελευταίο μεγάλο γουέστερν, μία ταινία,που προσθέτει την τελευταία λέξη για το είδος. Το 1981 ο Μάικλ Τσιμίνο θα σκηνοθετήσει το Heaven's gate, το πιο επαναστατικό γουέστερν -πολλοί το θεωρούν δικαίως ξεκάθαρα μαρξιστικό, του οποίου όμως στην Αμερική του Ρήγκαν η αποτυχία είναι παταγώδης. Το 1985 το Silverado αποτελεί μια φρέσκια ανάσα, χωρίς όμως να υπάρχει συνέχεια. Ωστόσο εξακολουθούν να γυρίζονται γουέστερν μέχρι και τις μέρες μας, απλά είναι λίγα. Το Slow West (2015) και τo Bone Tomahawk (2015) ανανεώνουν την θεματική και τη φόρμα του, χωρίς όμως να μπορούν να θεωρηθούν κλασσικά.Τα τελευταία 20 χρόνια όμως εμφανίστηκαν τρείς ταινίες,οι οποίες δίκαια θα συγκαταλέγονταν σε μία ανθολογία του είδους-Ο Νεκρός-1995 του Τζιμ Τζάρμους, Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράντα-2005 του Τόμυ Λη Τζόουνς και το Django Unchained του Κουέντιν Ταραντίνο-2012όπου ο Κουέντιν σαν καλός μαθητής αποτίει τον πρέποντα φόρο τιμής στους μεγάλους δασκάλους του σπαγγέτι γουέστερν. Ελπίζουμε ωστόσο στο μέλλον να επιστρέψει και να ξανακερδίσει την δεσπόζουσα θέση, που του αξίζει,στην κινηματογραφική βιομηχανία αλλά περισσότερο στις καρδιές των θεατών.


                         



Βιβλιογραφία-
Το γουέστερν-Μπάμπης Ακτσόγλου,εκδόσεις Αιγόκερως 1988
Η Ιστορία του Κινηματογράφου, Κιθ Ρίντερ Αιγόκερως 1985
Ιστορία του Κινηματογράφου-Στάθης Βαλούκος.Αιγόκερως  2003
Ιστορία του Παγκόσμιου Κινηματογράφου-Ζωρζ Σαντούλ, εκδ.Δαμιανός
10,000 Ways To Die-Alex Cox  Oldcastle Books 2009
Once Upon a Time in Italy: The Westerns of Sergio Leone Christopher Frayling Thames and Hudson 2005
Radical Frontiers in the Spaghetti Western: Politics, Violence and Popular Italian Cinema (International Library of Visual Culture) –Austin Fisher, I.B.Tauris 2011

BLADE RUNNER

        To Blade Runner δεν ήταν ποτέ μόνο μια ταινία επιστημονικής φαντασίας. Μπορεί η αφετηρία του να ήταν το <<Do Androids ...